ΤΑΞΙΚΑ ΕΝΕΡΓΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ

ΤΑΞΙΚΑ ΕΝΕΡΓΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΜΕ ΟΡΑΜΑ ΤΗΝ ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
"AMAT VICTORIA CURAM"="H ΝΙΚΗ ΑΠΑΙΤΕΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ"
για επικοινωνία και για τις αναρτήσεις,
τις σκέψεις και τις γνώμες σας,στο: predatorus_preda@easy.com

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Η ταξική θέση στην κοινωνική συνείδηση: αντινομίες της συνδικαλιστικής δράσης των πανεπιστημιακών


Η απεργία σε θολό πολιτικό τοπίο

Ο βαθμός συμμετοχής σε μια απεργία, πόσο μάλλον σε μια απεργία διαρκείας, όπως αυτή του συλλόγου διδασκόντων του Πανεπιστημίου Αιγαίου, δείχνει το βαθμό συνειδητοποίησης ενός επαγγελματικού κλάδου αλλά και το βάθος των αιτημάτων που μπορεί να θέσει. Συνάρτηση αυτών των παραγόντων είναι και το μέσο αγώνα που θα επιλέξει κανείς. Το να θέτεις όλα τα αιτήματα χωρίς μια συμπαγή απεργιακή βάση, σε καθιστά αν μη τι άλλο αναξιόπιστο. Εδώ είναι εμφανής η αναντιστοιχία, καθώς από τη μια έχουμε μια ισχνή κοινωνική βάση (μέρος των πανεπιστημιακών), και από την άλλη την επιλογή ενός δυναμικού μέσου που η χρησιμοποίησή του θα μπορούσε να στηρίξει αιτήματα που αφορούν ολόκληρη την ακαδημαϊκή κοινότητα αν όχι ολόκληρη την κοινωνία. Και πραγματικά ενώ στην αρχή τα αιτήματα διακρίνονταν για τον μαξιμαλιστικό τους χαρακτήρα (κατάργηση του μνημονίου, υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου, κατάργηση των νόμων για τα συμβούλια διοίκησης, μισθολογικά, θέσεις συμβασιούχων διδασκόντων κ.λπ.), συνεπώς θα μπορούσε σ' αυτό το επίπεδο να δικαιολογηθεί η επιλογή του μέσου, η διατήρηση και μόνο των θέσεων συμβασιούχων διδασκόντων (ΠΔ 407/80) οδήγησε τελικά -με δεδομένη την περιορισμένη συμπαράσταση των φοιτητών και των άλλων εργαζομένων- στην αναδίπλωση και στην αναστολή της απεργίας. Πέρα από την αναντιστοιχία απεργιακής βάσης και μέσου, καταδείχτηκε επίσης η ανυπαρξία ενός σαφούς πολιτικού πλαισίου για να «σηκώσει» αιτήματα που ξεφεύγουν από τα στενά αιτήματα ενός επαγγελματικού κλάδου και να συμβάλλει κατ' αυτόν τον τρόπο στη σύμπτυξη των αναγκαίων συμμαχιών.

MotionTeam
Χαρακτηριστικό της σύγχυσης που υπάρχει εδώ, είναι να αποδίδεται η σημερινή κατάσταση στο πανεπιστήμιο αποκλειστικά και μόνο στο Μνημόνιο. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι από τη δεκαετία του '90 ξεκίνησε μια προσπάθεια «αναβάθμισης» του λυκείου με τη διοχέτευση ενός μεγάλου μέρους του μαθητικού πληθυσμού σε μη σταθερές δομές επαγγελματικής εκπαίδευσης (ΙΕΚ, ΚΕΚ κ.λπ.). Σε μεγάλο βαθμό αυτές «οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις» αποσκοπούσαν, μεταξύ άλλων, στη μεγαλύτερη ρευστοποίηση της ζωντανής εργασίας, ώστε αυτή να μεταφερθεί στις βιομηχανίες αιχμής και να συλληφθεί εκ νέου χωρίς όμως τις προστατευτικές δικλείδες του επαγγέλματος που όριζε κατά κάποιο τρόπο και το βαθμό εκμετάλλευσης. Κατ' αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να αντισταθμιστεί η «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους» που προκύπτει από τη συνεχή υποκατάσταση και μετατροπή της ζωντανής εργασίας σε νεκρή (εκσυγχρονισμός των εξοπλισμών, εγκαταστάσεις, υποδομές κ.λπ.). Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έπρεπε επίσης να αρθούν συνταγματικές δεσμεύσεις που περιόριζαν τη μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση του δημόσιου αγαθού της εκπαίδευσης, όπως εξάλλου το ζητούσε από το 1999 η συμφωνία της Μπολόνια (3+2 έτη για Μπάτσελορ/Μάστερ). Προς το σκοπό αυτό επιχειρήθηκε η κατάργηση του άρθρου 16 του Συντάγματος εν μέσω μιας πρωτοφανούς εκστρατείας δυσφήμησης και απαξίωσης του δημόσιου πανεπιστημίου. Ουσιαστικά όλες αυτές οι κινήσεις που βρήκαν συνέχεια στους τελευταίους νόμους αποσκοπούσαν στην υπόσκαψη του δημόσιου πανεπιστήμιου ως παραγωγού αξιών χρήσης, ώστε το δημόσιο αγαθό της εκπαίδευσης να προσφέρεται πλέον με αγοραίους όρους, πράγμα που θα διεύρυνε, σε συνθήκες κρίσης, υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου τις ζωτικές του ευκαιρίες για να μην απαξιωθεί (βλ. επενδύσεις σε κερδοφόρα πεδία). Οπως βλέπουμε λοιπόν η κρίση έχει όνομα αλλά και αιτίες και θα ήταν πολιτικά αφελές το πρόβλημα να περιοριστεί στο Μνημόνιο. Σε κάθε περίπτωση όμως ακόμη και η άσκηση κεϋνσιανών πολιτικών προϋποθέτει, όπως έχει καταδειχτεί ιστορικά, ισχυρά συνδικάτα και ένα βαθμό συνδικαλιστικής και πολιτικής συνείδησης που τουλάχιστον θα έχει απαντήσει στο ερώτημα για το ποιος είναι ο εν δυνάμει σύμμαχος και ποιος ο αντίπαλος.

MotionTeam
Βεβαίως η δυσφήμηση του πανεπιστημίου αλλά και του Δημοσίου γενικότερα ως παραγωγού αξιών χρήσης συνιστά στρατηγική κίνηση από πλευράς του κεφαλαίου, καθώς κατ' αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι θα απολέσουν και τη μνήμη του δημόσιου αγαθού, το οποίο επειδή ικανοποιεί κοινωνικές ανάγκες, προσφέρεται χωρίς κέρδος εκτός αγοράς. Και δεν είναι μόνο ότι η εκποίηση των δημόσιων οργανισμών και της δημόσιας περιουσίας θα σημάνει την απεμπόληση μιας σύνθετης τεχνογνωσίας και της αντίστοιχης κοινωνικής εμπειρίας, -με την έννοια ότι μόχθησαν πολλοί εργαζόμενοι συλλογικά και ατομικά για να στηθούν οι δημόσιες υπηρεσίες, οι δημόσιοι οργανισμοί και τα πανεπιστήμια-, αλλά είναι επίσης και το γεγονός ότι οι νέες γενιές θα θεωρήσουν ως αυτονόητο ότι αυτά τα αγαθά και αυτές οι υπηρεσίες προσφέρονται μόνο στην αγορά και ως εμπορεύματα. Ωστόσο όλοι και όλες γνωρίζουμε ότι το εγχείρημα αυτό που αναπτύσσεται την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας και απλά εντάθηκε τα τελευταία χρόνια, είναι συστατικό μέρος των ευρωπαϊκών πολιτικών για την πολιτική και νομισματική ένωση (βλ. Σύμφωνο Μάαστριχτ κ.λπ.).
Η ταξική θέση στην κοινωνική συνείδηση των πανεπιστημιακών
Μια άλλη παράμετρος αυτού του εγχειρήματος που ουσιαστικά νομιμοποίησε τους σημερινούς νόμους για την αναδιάρθρωση του πανεπιστημίου και τη σύνδεσή του με την αγορά, έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι πανεπιστημιακοί αποδέχτηκαν αγοραίες πρακτικές μέσα στα πανεπιστήμια. Πότε τέθηκε ζήτημα για τα δεκάδες μεταπτυχιακά προγράμματα που λειτουργούν με δίδακτρα και με προβληματική επιστημονική βάση σε αρκετά πανεπιστήμια; Από την οπτική αυτή, η αφαίρεση από τον τακτικό προϋπολογισμό των πανεπιστημίων των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών (ΜΠΣ), όπως προβλέπεται στον αναθεωρημένο νόμο 4009/2011, «φαντάζει», τη στιγμή που ο ίδιος ο νόμος εισάγει υποχρεωτικά δίδακτρα στα ΜΠΣ, ως αντίφαση αλλά και ως μερική αποκατάσταση της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού. Πότε τέθηκε ζήτημα για το πώς διατίθενται τα κονδύλια του ΕΛΕ (Ειδικός Λογαριασμός Ερευνας), (κυρίως παρακρατήσεις από τα ευρωπαϊκά προγράμματα) σε πολλά πανεπιστήμια, στόχος του οποίου όφειλε να είναι η προαγωγή της βασικής έρευνας; Πότε τέθηκε ζήτημα, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, για τα προγράμματα ειδικής αγωγής, εκπαίδευσης εξ αποστάσεως κ.λπ. που προσφέρονται, χωρίς ακαδημαϊκή κατοχύρωση, με δίδακτρα από ομάδες πανεπιστημιακών, παρόλο που μέρος των συλλόγων ΔΕΠ έχουν ταχθεί κατά της εισαγωγής τους (Ν. 4009) και υπέρ της διατήρησης του Τμήματος ως γνωστικής μονάδας. Επομένως η άκριτη υπεράσπιση της αυτοδιοίκησης του πανεπιστημίου που ο νέος νόμος σχετικοποιεί, αποσιωπά το γεγονός ότι η ανάπτυξη αυτών των αγοραίων πρακτικών έγινε σε συνθήκες πλήρους αυτοδιοίκησης του πανεπιστημίου.
Αν οι πρακτικές αυτές αλλοιώνουν σ' ένα βαθμό την ταυτότητα των πανεπιστημιακών ως μισθωτών εργαζομένων, επομένως τίθεται ένα σοβαρό ζήτημα για το αν υπάρχει μια συνεκτική συνείδηση πανεπιστημιακού, το γεγονός ότι οι πανεπιστημιακοί αποτελούνται επίσης από ελεύθερους επαγγελματίες και εργοδότες (ιδιωτικά ιατρεία, νομικά γραφεία, γραφεία μελετών, παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, σύμβουλοι επιχειρήσεων κ.λπ.) αμφισβητεί έμμεσα το δίκαιο της απεργίας, πόσο μάλλον όταν αυτοί δεν έχουν περικοπή μισθού για τις ημέρες της απεργίας. Οπως αντιλαμβάνεται κανείς όλα αυτά πλήττουν την αξιοπιστία των πανεπιστημιακών ως επαγγελματικού κλάδου, εμφανίζοντας τα αιτήματά τους, όπως περίπου και των δικαστικών κ.ά., ως συντεχνιακά. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, η αμφίσημη ταξική κατάσταση των πανεπιστημιακών διαμορφώνει επίσης μια αμφίσημη κοινωνική ταυτότητα που δυσκολεύει τον προσανατολισμό. Να πάνε με τους μισθωτούς εργαζόμενους ή, επικαλούμενοι το «λειτούργημά τους» και την ειδική θέση στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, -ειρήσθω εν παρόδω τα ειδικά μισθολόγια αφορούν επαγγελματικές κατηγορίες που απασχολούνται στους ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους- να πάνε με άλλες κοινωνικές ομάδες (ελεύθεροι επαγγελματίες, εργοδότες κ.ά.); Επειδή η κοινωνική θέση προσδιορίζει την κοινωνική συνείδηση, οι πανεπιστημιακοί που ζουν από το μισθό τους θα βρεθούν μάλλον στο πλευρό των άλλων μισθωτών εργαζομένων. Τότε όμως τα αιτήματα οφείλουν να προβάλλουν όχι το ειδικό αλλά το γενικό, αίροντας κατά κάποιο τρόπο «προνόμια» και εγωισμούς που ο υφιστάμενος καταμερισμός εργασίας γέννησε. Συνεπώς ενιαίο μισθολόγιο για όλους τους εργαζόμενους σύμφωνα με τις ανάγκες τους, καθώς για την κοινωνία όλες οι εργασίες είναι, ανεξάρτητα από το στάτους που τώρα απολαμβάνουν, το ίδιο αναγκαίες, ενώ δευτερευόντως, καθώς δε φτάσαμε ακόμη στην αταξική κοινωνία του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, οι αμοιβές θα μπορούσαν να είναι συνάρτηση των ικανοτήτων και των ειδικών προσόντων που μια θέση απαιτεί.
Ουσιαστικά από την εξέλιξη αυτής της σχέσης, θα εξαρτηθούν πολλά, τόσο για το πανεπιστήμιο ως χώρου αναστοχασμού και κριτικής που συνειδητά η εργαζόμενη κοινωνία έχει διαμορφώσει (βλ. ακαδημαϊκό άσυλο) -απ' όπου απορρέει εξάλλου η συνταγματική κατοχύρωση ενός «αυτόνομου» τρόπου εργασίας των πανεπιστημιακών- όσο και για το χαρακτήρα της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού. Αυτό όμως προϋποθέτει από τη μεριά των πανεπιστημιακών ένα στοιχειώδη βαθμό αυτογνωσίας καθώς όλοι οι παράμετροι ευνοούν την ανάπτυξη μιας ελιτίστικης αντίληψης ως κοινωνικής ομάδας. Συχνά μέρος των πανεπιστημιακών αντιλαμβάνονται τη γνώση ως προϊόν ατομικής εργασίας, ως ιδιοκτησία που κατά κάποιο τρόπο μπορούν να εμπορεύονται και να πουλούν (σε επιχειρήσεις, σε μεταπτυχιακά με δίδακτρα κ.λπ.), ξεχνώντας πως αυτή έχει παραχθεί συλλογικά και σε δημόσιες υποδομές και με δημόσιους πόρους. Οι πανεπιστημιακοί ξεχνούν επίσης πως και οι ίδιοι είναι αποτέλεσμα ενός κοινωνικού καταμερισμού εργασίας που βασίζεται στην αποειδίκευση της εργασίας και μεταφοράς της εδώ ενσωματωμένης τεχνογνωσίας και εμπειρίας σ' ένα μηχανισμό εκτός εργασίας, εκτός παραγωγής, στο εκπαιδευτικό σύστημα. Προϊόν αυτής της αντεστραμμένης συνείδησης είναι επίσης η αδυναμία τους να αναστοχαστούν και να αντικειμενοποιήσουν την κοινωνική τους θέση, αποδεχόμενοι ουσιαστικά τα «προνόμια» και το κοινωνικό στάτους (διάκριση, αναγνώριση κ.λπ.) που ο υφιστάμενος κοινωνικός καταμερισμός εργασίας τους προσφέρει.
Αν όμως και εξαιτίας της διαφορετικής θέσης των πανεπιστημιακών στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, η σύμπτυξη μιας κοινωνικής συμμαχίας με τους εργαζόμενους εκτός πανεπιστημίου, είναι ιδιαίτερα δύσκολη και απαιτεί γι' αυτό μια πολιτική συνείδηση, κάτι που υπερβαίνει τη στενή συνδικαλιστική δράση που αναπτύσσουν οι μισθωτοί εργαζόμενοι ως «πωλητές» της εργασιακής τους δύναμης (χειρωνακτικής, ειδικευμένης, διανοητικής εργασίας), είναι δυνατός ο συντονισμός με τους εργαζόμενους στο πανεπιστήμιο και μέσα από μια διακριτή σχέση και με τους φοιτητές. Στην κατεύθυνση αυτή η απεργία των διδασκόντων αναδεικνύει, εξαιτίας της ιδιοτυπίας της, περισσότερο το πρόβλημα, δημιουργώντας τους όρους για ένα καλύτερο συντονισμό όλων των παραγόντων της πανεπιστημιακής κοινότητας, παρά μπορεί να το λύσει. Αντίθετα μια απεργία διαρκείας, -απ' όσο είναι γνωστό μόνο ο σύλλογος διδασκόντων του Πανεπιστημίου Αιγαίου και οι εργάτες της Ελληνικής Χαλυβουργίας βρέθηκαν σε απεργίες διαρκείας το τελευταίο διάστημα-, προϋποθέτει ένα αυξημένο βαθμό (δια)κλαδικής συνειδητοποίησης (π.χ. πανεκπαιδευτικό μέτωπο) και μια πλατιά απεργιακή βάση με το αντίστοιχο αγωνιστικό φρόνημα. Δηλαδή η απεργία διαρκείας είναι το αποτέλεσμα μιας κλιμάκωσης συνειδήσεων, μέσων και αγώνων. Αν αυτά δεν υπάρχουν, η απεργία εκφυλλίζεται ως μέσο εργατικού αγώνα. Βεβαίως όπως γνωρίζει ο καθένας οι χαλυβουργοί για όλο το διάστημα που απεργούσαν δεν πληρώνονταν και ζούσαν από την αλληλεγγύη των άλλων εργαζομένων. Μ' αυτή την έννοια η απεργία διαρκείας στην Ελληνική Χαλυβουργία αποτελεί, σαφώς με αποκλίσεις, το ιδεότυπο μιας απεργίας (διαρκείας) και προσδιορίζει επίσης το ποιος είναι απεργός και ποιος απεργοσπάστης.
Επομένως μια απεργία διαρκείας των πανεπιστημιακών διευρύνει μάλλον την απόσταση ανάμεσα σ' αυτούς και τους άλλους εργαζόμενους στο πανεπιστήμιο (διοικητικοί, επιστημονικό-τεχνικό προσωπικό κ.ά.), τόσο επειδή δεν υπάρχει απώλεια μισθού για τις ημέρες της απεργίας, όπως συμβαίνει με τις απεργίες των διοικητικών αλλά και των άλλων εργαζομένων παρόλο που έχουν τον ίδιο εργοδότη -ώστε να υπάρχει υλικό διακύβευμα, επομένως να καταδειχτεί και ο βαθμός συνειδητοποίησης του κλάδου- όσο και επειδή η «άνεση» με την οποία αυτές αποφασίζονται, υποδεικνύουν μια διάθεση για διάκριση εκείνων που εξαιτίας της θέσης τους στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας βιώνουν την απόσταση από την ανάγκη «ελευθεριακά», υποδεικνύοντας έμμεσα στους άλλους εργαζόμενους για τους οποίους μια απεργία διαρκείας θα σήμαινε οικονομική καταστροφή, «ότι έχουν μείνει πίσω». Πώς θα γίνει ο συγχρονισμός με τις απολυμένες καθαρίστριες, με τους συμβασιούχους εργαζόμενους με μπλοκάκι και άλλους εργαζόμενους σε συνθήκες εργασιακής επισφάλειας στο πανεπιστήμιο, οι οποίοι όταν απεργούν, δε διαθέτουν, εκτός από την συνδικαλιστική τους συνείδηση και την αλληλεγγύη των άλλων εργαζομένων, τίποτα άλλο; Πάλι όμως η κλίμακα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα το πανεπιστήμιο υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες των πανεπιστημιακών, οι οποίοι εξαιτίας της θέσης τους αποσπασματικά και μόνο μπορούν να θέσουν το ζήτημα, καθιστώντας τους άλλους εργαζόμενους, αλλά και τους εργαζόμενους στο πανεπιστήμιο, όπως και τους φοιτητές, σημαντικό αν όχι κεντρικό πρωταγωνιστή της επερχόμενης σύγκρουσης.
Η απεργία ως προϊόν εξωκοινωνικών εμπειριών
Παρόλο που υπάρχει ένα ζήτημα, κατά πόσο μια ιδιότυπη απεργία στη σφαίρα αναπαραγωγής και μάλιστα από μια κοινωνική ομάδα που μόνο ζητήματα αναδιανομής μπορεί να θέσει, τίθεται το ερώτημα αν αυτή, μπορεί να λειτουργήσει ως «συμβάν» (όπως Α. Badiοu) και να συμπαρασύρει, όπως κάποιοι προσδοκούν, στη δίνη της αντιπαράθεσης κομμάτια του εποικοδομήματος, υπονοώντας ότι η κοινωνία μπορεί να αλλάξει χωρίς να αλλάξουν οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η θεώρηση αυτή πάσχει, καθώς αντιλαμβάνεται ως το κοινωνικό (αν όχι επαναστατικό) υποκείμενο, τη διανόηση που μπορεί οποτεδήποτε και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ουσιαστικά σε κενό χρόνου και ανεξάρτητα από το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο, να θέτει το κοινωνικό ζήτημα, όπως κατά κάποιο τρόπο η «αιωρούμενη διανόηση» στον K. Mannheim, ή όπως ο ποιητής στον μοντερνισμό που τοποθετεί τη δράση του πάνω από το χρόνο και έξω από την ιστορική πραγματικότητα. Τότε όμως πρέπει να δεχτούμε ότι η πολιτική δράση (ως συνειδητή παρέμβαση των ανθρώπων στην ιστορία), δε διαμεσολαβείται κοινωνικά, δεν είναι δηλαδή προϊόν μιας κοινωνικής συνείδησης απ' όπου αναδύονται μορφές και μέσα αγώνα, αλλά προϊόν μιας «εξωκοινωνικής» εμπειρίας (επιθυμία, βούληση, θυμικό κ.λπ.) που δεν εκλογικεύεται (βλ. «αγανακτισμένοι», «πλήθος» κ.ά). Κατά κάποιο τρόπο το απωθημένο, το αποσπασματικό, η αγανάκτηση, η αδιαμεσολάβητη επιθυμία κ.λπ. είναι που θα οδηγήσουν στην έξοδο των «νομάδων» (A. Negri) και των «επιθυμητικών μηχανών» (G. Deleuze κ.λπ., όπως πολιτογραφείται πλέον με νιτσεϊκούς και λιμπιντικούς όρους σ' ένα συγκεκριμένο πολιτικό φάσμα, το κοινωνικό υποκείμενο. Βεβαίως αν μαζί μ' αυτές τις μορφές ανορθολογικής (και απολίτικης) διαμαρτυρίας «επωάζεται και το αυγό του φιδιού», δε φαίνεται να απασχολεί ιδιαιτέρως εκείνους που απαξιώνοντας την ταξική δράση, δηλαδή τη δράση που απορρέει από μια δομή (μισθωτή εργασία), εκθειάζουν τον βολονταρισμό, τον αυθορμησιασμό και τον κινηματικό ακτιβισμό ως την υποδειγματική μορφή κοινωνικής δράσης. Σε τελική ανάλυση όμως, η υπόκλιση στο αυθόρμητο και στο «αμεσοδημοκρατικό», συνεπάγεται και μείωση του ρόλου του «συνειδητού στοιχείου», γεγονός που ενσωματώνει, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Β.Ι. Λένιν, το εργατικό κίνημα στη «γραμμή της μικρότερης αντίστασης», προκαλώντας συγχύσεις και ψευδαισθήσεις για την αναγκαιότητα του ταξικού αγώνα.

Θανάσης ΑΛΕΞΙΟΥ
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου