Είναι
γεγονός ότι σε κάθε ιστορική επέτειο για το κομμουνιστικό κίνημα -
ιδιαίτερα αν πρόκειται για επέτειο που φέρνει στο νου ηγέτες του
κινήματος, η δράση των οποίων είναι δεμένη με κοσμοϊστορικά γεγονότα -
τότε η μνήμη γίνεται ένα με το σήμερα. Οχι μόνο γιατί αποτιμά το
επαναστατικό τους έργο, μα γιατί αυτό το έργο είναι υλική δύναμη για το
μέλλον της ιστορικής εξέλιξης. Δύναμη, που συμβάλλει στη διαμόρφωση και
την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης. Ετσι μόνο
μπορεί να μετατρέπεται σε παράγοντα, που επιδρά στην ανάπτυξη του αγώνα
της εργατικής τάξης για την εκπλήρωση του τελικού σκοπού, την ανατροπή
του καπιταλισμού, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και της κομμουνιστικής
κοινωνίας. Πολύ περισσότερο δε, όταν πρόκειται για επέτειο που αφορά στη
μεγαλύτερη προσωπικότητα που ανέδειξε το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα
στον 20ό αιώνα, τον Β. Ι. Λένιν, έναν από τους κλασικούς της κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης, που δικαίως φέρει και το δικό του όνομα: Μαρξισμός - Λενινισμός.
Ηταν 21 Γενάρη του 1924 που η καρδιά του Βλαντιμίρ Ιλιτς Ουλιάνοφ Λένιν έπαψε να χτυπά. Μα η κληρονομιά που άφησε τον κράτησε και τον κρατά ζωντανό στην καρδιά και το νου των απλών ανθρώπων του μόχθου.
Το τεράστιο ιστορικό έργο του Λένιν αποκαλύπτει ότι το σύνθημα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» προβάλλει ως η μόνη ελπίδα των λαών σήμερα. Ο καπιταλισμός είναι ιστορικά ξεπερασμένος. Η οικονομική κρίση του στις μέρες μας αποκαλύπτει ότι τα ιστορικά του όρια είναι ξεπερασμένα.
To όνομα του Λένιν είναι ταυτισμένο με τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Αλλά η επανάσταση δεν είναι έργο μιας πράξης. Πίσω από το συγκεκριμένο γεγονός, τομή στην Ιστορία της ανθρωπότητας γιατί άνοιγε ο δρόμος του περάσματος από τις ταξικές κοινωνίες στον κομμουνισμό, την αταξική κοινωνία, υπάρχει ένα τεράστιο επαναστατικό έργο, συνέχεια του έργου των Μαρξ - Ενγκελς. Αλλά και μετά την πραγματοποίηση της Επανάστασης, υπάρχει η πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, τις βάσεις της οποίας, θεωρητικά και πρακτικά, ανέπτυξε ο Λένιν.
Ο Λένιν, λοιπόν, είναι ταυτισμένος με την επαναστατική θεωρία της εργατικής τάξης, την ανάπτυξη του μαρξισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού, αλλά ανέπτυξε και τις θεωρητικές βάσεις της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Ταυτόχρονα, είναι ταυτισμένος με την επαναστατική πρακτική, σπουδαίο, επίσης, ζήτημα και διαλεκτικά δεμένο με τη θεωρία, προκειμένου η εργατική τάξη, να ανταποκριθεί στο ιστορικό έργο του περάσματος των κοινωνιών από τα εκμεταλλευτικά συστήματα στην κατάργηση της εκμετάλλευσης, από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας.
Αυτό το έργο, που δίκαια πήρε τη θέση του στην Ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, ο λενινισμός, είναι ο μαρξισμός στην εποχή του ιμπεριαλισμού, και ο Λένιν αποτελεί μαζί με τους Μαρξ - Ενγκελς τους θεμελιωτές της κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης, για την παγκόσμια νίκη του κομμουνισμού.
H επαναστατική του δράση ξεκινά από τα νεανικά του χρόνια. Καταπιάνεται με τη μελέτη του μαρξισμού, αλλά και τη διάδοσή του στους εργάτες της Πετρούπολης, με τους οποίους συνδέεται από τα φοιτητικά του χρόνια.
Επιμένει στην προπαγάνδα και τη ζύμωση, εκλαϊκεύοντας το μαρξισμό στους εργάτες, αλλά, ταυτόχρονα, ο ίδιος δουλεύει για την ανάπτυξη του επιστημονικού σοσιαλισμού στη Ρωσία, με πρώτο στόχο την αντιμετώπιση του ναροντνικισμού. Οι ναρόντνικοι πίστευαν και προπαγάνδιζαν ότι η Ρωσία θα φτάσει στο σοσιαλισμό μέσα από την αγροτική κοινότητα. Το έργο του «Ποιοι είναι οι φίλοι του λαού και πώς καταπολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες» είναι σταθμός για τη διάδοση του μαρξισμού στη Ρωσία και την ανάπτυξη της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης και, ταυτόχρονα, ένα αποτελεσματικό θεωρητικό όπλο ενάντια στο ναροντνικισμό.
Επίσης, το έργο του «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», που θεμελιώνει το ρόλο και τις σχέσεις των τάξεων στη Ρωσία και αναδεικνύει τη δυνατότητα της μικρής, αλλά συγκεντρωμένης εργατικής τάξης, να ηγηθεί της επανάστασης, ανοίγει το δρόμο για τη συνένωση της επαναστατικής θεωρίας με το επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία.
Ο Λένιν μελετώντας και αναπτύσσοντας παραπέρα το μαρξισμό στις συνθήκες του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, παίρνοντας ο ίδιος άμεσα μέρος στην πρακτική δράση για την επαναστατική ανύψωση της εργατικής τάξης, επέμενε στην ίδρυση του δικού της κόμματος πάνω στις αρχές που ο ίδιος επεξεργάστηκε και, μάλιστα, σε διάκριση από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς. Ετσι το μπολσεβίκικο κόμμα είναι το πρώτο με τις αρχές του «Κόμματος Νέου Τύπου» που έβαζε το ζήτημα της εξουσίας και του χαρακτήρα της ως «Δικτατορίας του προλεταριάτου». Είναι χαρακτηριστική η πάλη που διεξήγαγε στο δεύτερο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ για το πρώτο άρθρο του καταστατικού, ενάντια στις οπορτουνιστικές αντιλήψεις που ήθελαν κάθε απεργό εργάτη και μέλος του κόμματος. Σ' αυτό αντέτασσε ότι το μέλος του κόμματος, πρέπει να ανήκει σε μια από τις οργανώσεις του και να πληρώνει τη συνδρομή του, συμφωνώντας με το πρόγραμμά του. Ηταν, επίσης, από την αρχή της ίδρυσης του κόμματος επίμονος και αποφασιστικός για δημιουργία κόμματος ενιαίου, σε πανεθνική κλίμακα, με κεντρικό καθοδηγητικό όργανο, που εφαρμόζει την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Με επικεφαλής τον Λένιν, το μπολσεβίκικο κόμμα μπαίνει μπροστάρης της ταξικής πάλης του προλεταριάτου και των άλλων καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων, κυρίως της φτωχής αγροτιάς και των μισοπρολετάριων της Ρωσίας και οδηγεί ως τη νίκη με την κατάληψη της εξουσίας, την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, στη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση. Καθόρισε επίσης τον καθοδηγητικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος, όχι μόνο στην κατάληψη της εξουσίας, αλλά και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.
Στα έργα του, ο Λένιν ανέπτυξε και συγκεκριμενοποίησε παραπέρα όλα τα συστατικά μέρη του μαρξισμού - τη φιλοσοφία, την πολιτική οικονομία και τον επιστημονικό κομμουνισμό. Οι θεωρητικές επεξεργασίες του για τον ιμπεριαλισμό, σαν ανώτατο και τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, η στρατηγική και η τακτική για τη σοσιαλιστική επανάσταση αποτελεί ισχυρό όπλο για την πάλη της παγκόσμιας εργατικής τάξης στις σύγχρονες συνθήκες.
Ο Λένιν ήταν φανατικός πολέμιος κάθε αναθεωρητικής και ρεφορμιστικής διαστρέβλωσης της επαναστατικής θεωρίας. Ηταν φανατικός αντίπαλος στον οπορτουνισμό των Ρώσων μενσεβίκων και των ηγετών της Δεύτερης Διεθνούς, Κάουτσκι και Σία, που είχαν ουσιαστικά απαρνηθεί τις αρχές του μαρξισμού και κατόπιν έγιναν άσπονδοι εχθροί της σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοβιετικής εξουσίας όταν αυτή είχε ήδη νικήσει στη Ρωσία. Ο ίδιος θεωρούσε ως έναν από τους πιο βασικούς όρους για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης την αδιάλλακτη πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι με τη μελέτη του ιμπεριαλισμού, και το αναπόφευκτο των πολέμων στην εποχή του για το μοίρασμα του κόσμου, καθόρισε και την τακτική της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου από την εργατική τάξη των εμπόλεμων ιμπεριαλιστικών κρατών, σε εμφύλιο πόλεμο για την ανατροπή της αστικής τάξης από την εξουσία. Τακτική, η οποία δικαιώθηκε με την Οχτωβριανή Επανάσταση. Τόλμησε, επίσης, και δικαιώθηκε, να αντιταχθεί στη Δεύτερη Διεθνή, ως την αποχώρηση των μπολσεβίκων και όλων των συνεπών επαναστατικών δυνάμεων απ' αυτήν, προκειμένου να ιδρυθούν στην πορεία επαναστατικά, κομμουνιστικά κόμματα, για να καθοδηγήσουν την ταξική πάλη της εργατικής τάξης, κόντρα στην παλιά σοσιαλδημοκρατία, που συμβιβάστηκε με την αστική τάξη και στην πορεία διαχειρίστηκε και τα συμφέροντά της ενάντια στους λαούς. Οι μπολσεβίκοι σήκωσαν ψηλά τη σημαία του διεθνισμού και με την καθοδήγηση του Λένιν έκαναν στη διάρκεια του πολέμου αποτελεσματική πάλη για τη συσπείρωση όλων των διεθνιστικών στοιχείων, για την ίδρυση της τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση σήμανε τη γέννηση του νέου, του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το χωρισμό του κόσμου σε δυο ριζικά αντίθετα συστήματα. Και παρά το γεγονός ότι στην αρχή ήταν ακόμα αδύναμο από υλική και τεχνική άποψη, το σοσιαλιστικό σύστημα απέδειξε τις ενδογενείς δυνάμεις του νέου καθεστώτος, το οποίο γεννήθηκε με τη σοσιαλιστική επανάσταση, με τη δημιουργική δράση των λαϊκών μαζών.
Ο Λένιν επεξεργάστηκε τη δυνατότητα να σπάσει η αλυσίδα του ιμπεριαλισμού με την απόσπαση κρατών απ' αυτόν, αναπτύσσοντας τη θεωρία του αδύνατου κρίκου. Θεμελίωσε επιστημονικά τη δυνατότητα της νίκης του σοσιαλισμού αρχικά σε μια ή σε μερικές χώρες. Η Ρωσία το 1917 ήταν ακριβώς ο αδύνατος κρίκος στην αλυσίδα του διεθνούς ιμπεριαλισμού, στην περίοδο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού.
Η επαναστατική διορατικότητα του Λένιν στηριγμένη πάνω στη βαθιά μαρξιστική του μόρφωση, σε συνδυασμό με την ικανότητά του να εκτιμά σωστά την κάθε φάση εξέλιξης του καπιταλισμού και των ταξικών κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων του έδιναν τη δυνατότητα ακόμη και στις πιο απότομες καμπές της Ιστορίας να προσεγγίζει σωστά τα ζητήματα στρατηγικής, να καθορίζει σωστά τα καθήκοντα του κόμματος έτσι που η επαναστατική διαδικασία να τραβά μπροστά. Αυτό φάνηκε και από τη θετική πείρα της Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, όπου ο Λένιν με τις «Θέσεις του Απρίλη», αλλάζει την προγενέστερη στρατηγική επεξεργασία του Κόμματος των Μπολσεβίκων, που αφορούσε την περίοδο 1905 έως το Φλεβάρη του 1917, μέχρι τότε δηλαδή που υπήρχε ακόμα στη Ρωσία φεουδαρχική πολιτική εξουσία με τη μορφή της τσαρικής απολυταρχίας.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο Λένιν είχε προσδιορίσει έναν ενδιάμεσο στόχο ανάμεσα στη φεουδαρχική και την εργατική και όχι ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία. Εναν ενδιάμεσο στόχο με τη μορφή της «Επαναστατικής Δημοκρατικής Δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» ή μιας «προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης», κυρίως των αγροτών - μικροαστών, στην οποία δεν απέκλειε, υπό όρους, τη συμμετοχή εκπροσώπων (πληρεξουσίων) του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Η επανάσταση του Φλεβάρη έφερε στην εξουσία μια αστική κυβέρνηση, ενώ διατηρούνταν η επαναστατική κατάσταση, με την εργατική τάξη και την αγροτιά ένοπλα οργανωμένες στα σοβιέτ.
Με τις «Θέσεις του Απρίλη» (1917), ο Λένιν έθεσε άμεσα το στόχο της εργατικής εξουσίας, έτσι ώστε το Κόμμα των Μπολσεβίκων να προετοιμάσει και να πραγματοποιήσει με επιτυχία τη Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία. Ο Λένιν αξιοποίησε την άρνηση - αδυναμία της αστικής κυβέρνησης, από το Φλεβάρη 1917 και στη συνέχεια, να αντιμετωπίσει οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, όπως του πολέμου και της επιβίωσης εκατομμυρίων φτωχών αγροτών και εργατών. Η επαναστατική εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου - και όχι κάποια ενδιάμεση εξουσία - έλυσε τα προβλήματα της ειρήνης, της γης στους αγρότες, της ισοτιμίας των γυναικών, των εθνοτήτων, γενικά τα λεγόμενα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Το ίδιο μπορούμε με σιγουριά να διαπιστώσουμε και στα ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού, όπως φαίνεται μέσα από τα έργα του που ήταν οδηγός στη δράση της Σοβιετικής Εξουσίας.
Η σοσιαλιστική εξουσία δεν παραλαμβάνει έτοιμες τις κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι σοσιαλιστικές - κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής πρέπει να δημιουργηθούν. Πάνω σ' αυτό το κρίσιμο ζήτημα αναφέρεται το έργο «Η οικονομία και η πολιτική στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου», το οποίο αναφέρει: «Θεωρητικά ανάμεσα στον καπιταλισμό και στον κομμουνισμό υπάρχει μια ορισμένη μεταβατική περίοδος (...) Η μεταβατική αυτή περίοδος δεν μπορεί παρά να είναι περίοδος πάλης ανάμεσα στον καπιταλισμό που πεθαίνει και στον κομμουνισμό που γεννιέται ή με άλλα λόγια ανάμεσα στον καπιταλισμό που ηττήθηκε μα δεν εξοντώθηκε και στον κομμουνισμό που γεννήθηκε μα είναι ακόμα πολύ αδύνατος»1.
Το έργα του «Τα άμεσα καθήκοντα της Σοβιετικής Εξουσίας» και «Για τα αριστερά παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό» έχουν γραφτεί από το Μάρτη έως το Μάη 1918, την περίοδο που η επανάσταση είχε αρχικά σταθεροποιηθεί και δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η ιμπεριαλιστική επέμβαση. Μεταξύ των καθηκόντων που αντιμετώπιζε το Κόμμα των Μπολσεβίκων ήταν το ζήτημα της καταγραφής και του ελέγχου της παραγωγής, του δυναμώματος της πειθαρχίας στην παραγωγή, της κομμουνιστικής στάσης απέναντι στην εργασία. Απέναντι σε αυτά τα ζητήματα «ζωής και θανάτου» για την επανάσταση εκφράστηκε η αντίδραση των «αριστερών κομμουνιστών», που εξέφραζαν τη μικροαστική αντίδραση των μικροπαραγωγών ως προς την εργασιακή πειθαρχία και την οργάνωση της παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα.
Ενα από τα πιο σημαντικά του έργα είναι «Η Μεγάλη πρωτοβουλία. Για τον ηρωισμό των εργατών στα μετόπισθεν. Από αφορμή τα κομμουνιστικά Σάββατα». Γράφτηκε σε συνθήκες που είχε ξεκινήσει η ιμπεριαλιστική επέμβαση και αναδείχνει τη σημασία που έχει η πάλη των εργατών όχι μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στο πεδίο της οικονομικής οικοδόμησης. Ο Λένιν δίνει την κατεύθυνση για το ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων, που αποτελεί στόχο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης: «Είναι φανερό ότι για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων πρέπει όχι μόνο να ανατραπούν οι εκμεταλλευτές, οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές, όχι μόνο να καταργηθεί η ιδιοκτησία τους, πρέπει ακόμα να καταργηθεί και κάθε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πρέπει να εξαλειφθεί τόσο η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, όσο και η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους της σωματικής και τους ανθρώπους της πνευματικής εργασίας»2.
Βασική εκτίμηση των μενσεβίκων και των σοσιαλδημοκρατών της Β' Διεθνούς ήταν πως η Ρωσική Επανάσταση ήταν ανώριμη, πρόωρη και δε θα μπορούσε να προχωρήσει στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης της Ρωσίας.
Η άποψη αυτή όμως επέδρασε και μέσα στις γραμμές του κόμματος, λόγω της πίεσης από τις δυσκολίες κατά τα πρώτα χρόνια και από την καθυστέρηση που υπήρχε στην άμεση εμφάνιση θεαματικών αποτελεσμάτων. Αυτή την τάση εξέφραζαν ηττοπαθείς απόψεις, όπως του Τρότσκι, που υποστήριζε πως ο σοσιαλισμός δε θα μπορούσε να οικοδομηθεί στη Ρωσία αν δε δεχόταν εξωτερική κρατική βοήθεια. Στη βάση της ηττοπάθειας και της οπισθοχώρησης διαμορφώνονταν παρεκκλίσεις και ομαδοποιήσεις.
Το άρθρο «Νέοι καιροί, παλιά λάθη με νέα μορφή» γράφτηκε τον Αύγουστο του 1921. Διαβάζοντάς το, ο αναγνώστης μπορεί ν' αποκτήσει μια πλήρη και σύντομη σκιαγραφία των ρευμάτων που εναντιώθηκαν στον μπολσεβικισμό, είτε από «αριστερά» είτε από «δεξιά», καλλιεργούσαν την ηττοπάθεια, διακηρύσσοντας την ήττα της επανάστασης.
Ο αναντικατάστατος ρόλος του κόμματος πολεμήθηκε πολλές φορές μετά την επανάσταση. Κατά την αντεπαναστατική εξέγερση της Κρονστάνδης κωδικοποιήθηκε στο σύνθημα «Σοβιέτ χωρίς τους μπολσεβίκους».
Το έργο του «Για την ενότητα του Κόμματος και την Αναρχοσυνδικαλιστική Παρέκκλιση» αποτελείται από την εισήγηση και τον τελικό λόγο στο 10ο Συνέδριο του ΚΚ(μπ). Αφορά τις παρεκκλίσεις «εργατική αντιπολίτευση» και «ομάδα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», οι οποίες αγνοούσαν τη συνέχιση της ταξικής πάλης κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και το ρόλο του κράτους και του κόμματος της εργατικής τάξης σε αυτή, καθώς και στην ανάπτυξη της οικονομίας με βάση τον κεντρικό σχεδιασμό. Θέση αυτών των ομάδων ήταν πως «η οργάνωση και διεύθυνση της λαϊκής οικονομίας ανήκει στο πανρωσικό συνέδριο των παραγωγών, που ενώνονται σε παραγωγικά επαγγελματικά σωματεία, τα οποία εκλέγουν το κεντρικό όργανο που διευθύνει ολόκληρη τη λαϊκή οικονομία της Δημοκρατίας»3. Ο Λένιν, βλέποντας ακριβώς τη συνέχιση της ταξικής πάλης, αντέτεινε: «Ο Μαρξ και ο Ενγκελς πάλευαν αμείλικτα ενάντια στους ανθρώπους που ξεχνούσαν τη διαφορά ανάμεσα στις τάξεις, που μιλούσαν για παραγωγούς, για λαό, για εργαζόμενους γενικά. Δεν υπάρχουν εργαζόμενοι γενικά ή δουλευτάδες γενικά, αλλά υπάρχει είτε ο μικρονοικοκύρης κάτοχος μέσων παραγωγής, που όλη η ψυχολογία του και όλες οι συνήθειές του στη ζωή είναι καπιταλιστικές - και που δεν μπορούν να είναι διαφορετικές - είτε ο μισθωτός εργάτης με ολότελα διαφορετική ψυχολογία, ο μισθωτός εργάτης της μεγάλης βιομηχανίας, που βρίσκεται σε ανταγωνισμό, σε αντίθεση, σε πάλη με τους καπιταλιστές»4. Πρέπει να σημειώσουμε ότι το 10ο Συνέδριο του ΚΚ(μπ) ήταν το συνέδριο που αποφάσισε την απαγόρευση κάθε φραξιονιστικής δραστηριότητας στις γραμμές του κόμματος.
Με τον πρωτοπόρο και καθοδηγητικό ρόλο του κόμματος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση συνδέεται και το κείμενο του Λένιν με τίτλο «Πώς να αναδιοργανώσουμε την Εργατοαγροτική Επιθεώρηση», γραμμένο το Γενάρη του 1923, ως πρόταση προς το 12ο Συνέδριο του Κόμματος. Για την αντιμετώπιση των δυσκολιών στη λειτουργία της Εργατοαγροτικής Επιθεώρησης πρότεινε την άμεση στελέχωσή της με τους πιο πρωτοπόρους κομμουνιστές: «Πώς ενεργούσαμε στις πιο επικίνδυνες στιγμές του εμφυλίου πολέμου; Συγκεντρώναμε τις καλύτερες κομματικές μας δυνάμεις στον Κόκκινο Στρατό. Καταφεύγαμε στην επιστράτευση των καλύτερων εργατών μας (...) Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει λοιπόν να ψάξουμε για να βρούμε την πηγή για την αναδιοργάνωση της εργατοαγροτικής επιθεώρησης»5.
Ολα αυτά, χωρίς να συνιστούν γενική νομοτέλεια της επανάστασης, σήμαιναν προσωρινή και χρονικά περιορισμένη υποχώρηση από τις σοσιαλιστικές σχέσεις, που σ' αυτές τις συνθήκες υπήρξε απαραίτητη. Στην αγροτική παραγωγή αντικαταστάθηκε η άμεση συγκέντρωση της παραγωγής με το «φόρο σε είδος». Η πάλη για τη στερέωση της συμμαχίας της εργατικής τάξης με την αγροτιά ήταν μια δύσκολη πορεία με διάφορες αντιθέσεις. Στηριζόταν στην ανάγκη εξάλειψης των κουλάκων, στην ανάγκη της μελλοντικής ανάπτυξης των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή. Η γραμμή των μπολσεβίκων αποτυπωνόταν ως εξής: «Σήμερα το προλεταριάτο (...) Καθοδηγεί την αγροτιά. Τι σημαίνει να καθοδηγείς την αγροτιά; Αυτό σημαίνει πρώτο να ακολουθείς τη γραμμή της εξάλειψης των τάξεων και όχι τη γραμμή του μικροπαραγωγού. Αν ξεστρατίζαμε από τη ριζική και βασική αυτή γραμμή, τότε θα παύαμε να είμαστε σοσιαλιστές και θα ξεπέφταμε στο στρατόπεδο των μικροαστών...»6.
Στο παραπάνω πνεύμα για τη συμμαχία εργατικής τάξης και αγροτιάς είναι τα κείμενα του Λένιν «Λόγος στο Ι Συνέδριο των γεωργικών Κομμούνων και των αγροτικών συνεταιρισμών», που χρονικά προηγείται (Δεκέμβρης 1919) και «Για το συνεταιρισμό», που ακολουθεί (Γενάρης 1923).
Το άρθρο «Η σημασία του χρυσού τώρα και ύστερα από την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού» γράφτηκε το Νοέμβρη του 1921, στην περίοδο της ΝΕΠ και σε στιγμή που το άμεσο σύνθημα ήταν αυτό της ενίσχυσης του εμπορίου ως «μόνης δυνατής οικονομικής σύνδεσης ανάμεσα στα δεκάδες εκατομμύρια μικρογεωργούς και τη μεγάλη βιομηχανία». Στο ίδιο άρθρο προβάλλεται η προοπτική να καταργηθεί η εμπορευματική κυκλοφορία και το χρήμα ως γενικό ισοδύναμο εμπόρευμα με την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Λένιν για το χρυσό, μετά την κατάργηση του χρήματος: «Θα φτιάξουμε νομίζω από χρυσό δημόσια αποχωρητήρια στους δρόμους ορισμένων από τις μεγάλες πόλεις του κόσμου»7. Αναλυτικά για το πώς έμπαιναν τα πρακτικά καθήκοντα σε σχέση με την ανάπτυξη της ανταλλαγής ανάμεσα στην αγροτική παραγωγή και τη βιομηχανία, μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης και στο έργο «Εντολή του ΣΕΑ (Συμβουλίου Εργασίας και Αμυνας) προς τα τοπικά σοβιετικά όργανα» που είχε δημοσιευθεί το Μάη του 1921 σε ξεχωριστή μπροσούρα.
Το έργο του «Σχετικά με το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου» αποτελεί επιστολή του Λένιν προς τον Στάλιν, το Δεκέμβρη του 1922, για τη συζήτηση στην Ολομέλεια της ΚΕ. Ο Λένιν αντιπαρατίθεται με την άποψη του Μπουχάριν και προβάλλει την ανάγκη να συνεχιστεί η διεξαγωγή του εξωτερικού εμπορίου της ΕΣΣΔ αποκλειστικά από το κράτος και να απαγορεύεται η αντιπροσώπευση από άλλους οργανισμούς.
Ενα, επίσης, σημαντικό έργο του απαντάει από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού σε όσους θεωρούσαν την Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση ανώριμη, το οποίο έχει διαχρονική σημασία για τη στρατηγική του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Είναι το έργο με τίτλο «Για την επανάστασή μας (Από αφορμή τα σημειώματα του Ν. Σουχάνοφ)», γραμμένο το Γενάρη του 1923, το οποίο ασκεί πολεμική στις απόψεις του μενσεβίκου Σουχάνοφ και σε όλους αυτούς που «ονομάζουν τον εαυτό τους μαρξιστή, καταλαβαίνουν όμως το μαρξισμό υπερβολικά σχολαστικά. Δεν κατάλαβαν καθόλου το κύριο στο μαρξισμό: Συγκεκριμένα την επαναστατική διαλεκτική του (...)
Προβάλλουν, λόγου χάρη, ένα απίθανα σχηματικό επιχείρημα, που το έχουν αποστηθίσει στο διάστημα της ανάπτυξης της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και που έγκειται στο ότι δεν ωριμάσαμε ακόμη για το σοσιαλισμό, ότι δεν έχουμε, όπως εκφράζονται οι διάφοροι "φωστήρες" απ' αυτούς τους κυρίους, τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό. Και δεν έρχεται σε κανενός το μυαλό να αναρωτηθεί: Μα δεν μπορούσε άραγε ένας λαός που βρέθηκε μπροστά σε μια επαναστατική κατάσταση, όπως αυτή που δημιουργήθηκε στον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δεν μπορούσε μήπως ο λαός αυτός, όταν επέδρασε πάνω του το αδιέξοδο της κατάστασής του, να ριχτεί σε μια τέτοια πάλη που θα του έδινε έστω και μια πιθανότητα να κατακτήσει όχι εντελώς συνηθισμένες συνθήκες για την ανάπτυξη του πολιτισμού του; (...)
Αν για τη δημιουργία του σοσιαλισμού απαιτείται ένα ορισμένο επίπεδο πολιτισμού (αν και κανένας δεν μπορεί να πει ποιο είναι ακριβώς αυτό το ορισμένο "επίπεδο πολιτισμού" γιατί κάθε δυτικοευρωπαϊκό κράτος έχει και διαφορετικό επίπεδο) τότε γιατί δεν μπορούμε ν' αρχίσουμε πρώτα από την κατάκτηση με επαναστατικό τρόπο των προϋποθέσεων γι' αυτό το ορισμένο επίπεδο και μετά πια, βασισμένοι στην εργατοαγροτική εξουσία και στο σοβιετικό καθεστώς, να προχωρήσουμε για να φτάσουμε τους άλλους λαούς;»8.
Σημειώσεις:
1. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 179.
2. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 161.
3. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 326.
4. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 327-328.
5. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 539.
6. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 454.
7. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 487.
8. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 531, 533.
Η συζήτηση που έγινε πάνω σ' αυτό το ζήτημα στη συνδιάσκεψή μας πήρε μονόπλευρα πολιτικό χαρακτήρα. Αυτό εν μέρει ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι στη διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής το σύνθημα αυτό διατυπώνεται καθαρά σαν πολιτικό («το άμεσο πολιτικό σύνθημα...» - λέει η διακήρυξη) και, ταυτόχρονα, δε διατυπώνεται μόνο το σύνθημα των δημοκρατικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, μα και υπογραμμίζεται ειδικά ότι «χωρίς την επαναστατική ανατροπή της γερμανικής, της αυστριακής και της ρωσικής μοναρχίας» το σύνθημα αυτό είναι παράλογο και απατηλό.
Δε θα ήταν καθόλου σωστό να φέρει κανείς αντιρρήσεις στην τέτοια τοποθέτηση του ζητήματος μέσα στα πλαίσια της πολιτικής εκτίμησης του συνθήματος αυτού. Λόγου χάρη, από την άποψη ότι επισκιάζει ή αδυνατίζει κτλ. το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι πολιτικοί μετασχηματισμοί προς μια πραγματικά δημοκρατική κατεύθυνση κι ακόμη περισσότερο οι πολιτικές επαναστάσεις δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση, ποτέ και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ούτε να επισκιάσουν, ούτε ν' αδυνατίσουν το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αντίθετα, τη φέρνουν πάντα πιο κοντά, πλαταίνουν τη βάση της, εντάσσουν στο σοσιαλιστικό αγώνα νέα στρώματα μικροαστών και μισοπρολεταριακών μαζών. Και από το άλλο μέρος οι πολιτικές επαναστάσεις είναι αναπόφευκτες στην πορεία της σοσιαλιστικής επανάστασης, που δεν μπορούμε να τη βλέπουμε σαν μια μόνο πράξη, μα πρέπει να τη βλέπουμε σαν εποχή θυελλωδών πολιτικών και οικονομικών κλονισμών, σαν εποχή της πιο οξυμένης ταξικής πάλης, εμφυλίου πολέμου, επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων.
Αν, όμως, το σύνθημα των δημοκρατικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την επαναστατική ανατροπή των τριών αντιδραστικότατων μοναρχιών της Ευρώπης, μ' επικεφαλής τη ρωσική μοναρχία, είναι τελείως άψογο σαν πολιτικό σύνθημα, ωστόσο μένει ακόμη ένα σπουδαιότατο ζήτημα, το ζήτημα του οικονομικού περιεχομένου και της οικονομικής σημασίας αυτού του συνθήματος. Από την άποψη των οικονομικών όρων του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαγωγής κεφαλαίων και του μοιράσματος του κόσμου από τις «προηγμένες» και «πολιτισμένες» αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς, είτε είναι απραγματοποίητες, είτε είναι αντιδραστικές.
Το κεφάλαιο έγινε διεθνές και μονοπωλιακό. Ο κόσμος είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε μια χούφτα μεγάλες Δυνάμεις, δηλαδή Δυνάμεις που έχουν επιτυχίες στη μεγάλη καταλήστευση και καταπίεση των εθνών. Τέσσερις μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Γερμανία, με πληθυσμό 250 - 300 εκατομμύρια και με έκταση περίπου 7 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, έχουν αποικίες με πληθυσμό σχεδόν μισό δισεκατομμύριο (494,5 εκατομμύρια) και με έκταση 64,6 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή σχεδόν τη μισή υδρόγειο σφαίρα (133 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, χωρίς τις πολικές περιοχές). Προσθέστε σ' αυτά τα τρία ασιατικά κράτη: Την Κίνα, την Τουρκία και την Περσία, που τώρα τα διαμελίζουν οι ληστές που διεξάγουν «απελευθερωτικό» πόλεμο, δηλαδή: Η Ιαπωνία, η Ρωσία, η Αγγλία και η Γαλλία. Αυτά τα τρία ασιατικά κράτη, που μπορούμε να τα ονομάσουμε μισοαποικίες (στην πραγματικότητα, είναι τώρα κατά τα 9/10 αποικίες), έχουν 360 εκατομμύρια πληθυσμό και έκταση 14,5 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα (δηλαδή, σχεδόν 1,1/2 φορά μεγαλύτερη έκταση από την έκταση όλης της Ευρώπης).
Σε συνέχεια: Η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία έχουν τοποθετήσεις στο εξωτερικό όχι μικρότερες από 70 δισεκατομμύρια ρούβλια. Για να εισπράττουν το «θεμιτό» εισοδηματάκι τους από το στρογγυλούτσικο αυτό ποσό - ένα εισοδηματάκι που ξεπερνάει τα τρία δισεκατομμύρια ρούβλια το χρόνο - υπάρχουν οι εθνικές επιτροπές των εκατομμυριούχων, που ονομάζονται κυβερνήσεις, που διαθέτουν στρατό και πολεμικό στόλο και «τοποθετούν» στις αποικίες και στις μισοαποικίες τα χαϊδεμένα παιδιά και τα αδέλφια «του κυρίου δισεκατομμυρίου» σαν αντιβασιλείς, προξένους, πρεσβευτές, κάθε λογής υπαλλήλους, παπάδες και άλλες βδέλλες.
Ετσι είναι οργανωμένη, στην εποχή της ανώτατης ανάπτυξης του καπιταλισμού, η καταλήστευση ενός περίπου δισεκατομμυρίου πληθυσμού της Γης από μια χούφτα μεγάλες Δυνάμεις. Και είναι αδύνατο μέσα στον καπιταλισμό να υπάρξει διαφορετική οργάνωση. Να παραιτηθούν από τις αποικίες, από τις «σφαίρες επιρροής», από την εξαγωγή κεφαλαίων; Το να σκέπτεται κανείς έτσι, σημαίνει ότι κατεβαίνει στο επίπεδο ενός παπά, που κάθε Κυριακή κηρύσσει στους πλουσίους το μεγαλείο του χριστιανισμού και τους συμβουλεύει να δωρίζουν στους φτωχούς... αν όχι μερικά δισεκατομμύρια, τουλάχιστο μερικές εκατοντάδες ρούβλια το χρόνο.
Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης στις συνθήκες του καπιταλισμού θα ισοδυναμούσαν με συμφωνία για το μοίρασμα των αποικιών. Στον καπιταλισμό, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη βάση, άλλη αρχή μοιρασιάς, εκτός από τη δύναμη. Ο δισεκατομμυριούχος δεν μπορεί να μοιράσει με οποιονδήποτε άλλον «το εθνικό εισόδημα» μιας καπιταλιστικής χώρας παρά μόνο: «Ανάλογα με το κεφάλαιο» (κι ακόμη πρέπει να προσθέσουμε ότι το μεγαλύτερο κεφάλαιο θα πάρει περισσότερα απ' όσα του αναλογούν). Ο καπιταλισμός σημαίνει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και αναρχία στην παραγωγή. Το να κηρύσσει κανείς μια «δίκαιη» μοιρασιά του εισοδήματος σε μια τέτοια βάση είναι προυντονισμός, στενοκεφαλιά μικροαστού και φιλισταίου. Το μοίρασμα δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, παρά «σύμφωνα με τη δύναμη». Η δύναμη, όμως, αλλάζει με την πορεία της οικονομικής εξέλιξης. Υστερα από το 1871, η Γερμανία δυνάμωσε 3 - 4 φορές πιο γρήγορα από την Αγγλία και τη Γαλλία. Η Ιαπωνία δυνάμωσε δέκα φορές πιο γρήγορα από τη Ρωσία. Για να ελεγχθεί η πραγματική δύναμη ενός καπιταλιστικού κράτους, δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει άλλο μέσο εκτός από τον πόλεμο. Ο πόλεμος δεν αντιφάσκει στις βάσεις της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά είναι η άμεση και αναπόφευκτη ανάπτυξη αυτών των βάσεων. Στις συνθήκες του καπιταλισμού, είναι αδύνατη μια ισόμετρη οικονομική ανάπτυξη των διαφόρων οικονομιών και των διαφόρων κρατών. Στις συνθήκες του καπιταλισμού, δεν μπορεί να υπάρχουν άλλα μέσα για την αποκατάσταση από καιρό σε καιρό της παραβιασμένης ισορροπίας, εκτός από τις κρίσεις στη βιομηχανία και τους πολέμους στην πολιτική.
Φυσικά, είναι δυνατές προσωρινές συμφωνίες ανάμεσα σε καπιταλιστές και ανάμεσα σε κράτη. Μ' αυτήν την έννοια, μπορεί να δημιουργηθούν και οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης σαν συμφωνία των Ευρωπαίων καπιταλιστών... Με ποιο σκοπό; Μόνο με το σκοπό να πνίξουν από κοινού το σοσιαλισμό στην Ευρώπη, να περιφρουρήσουν από κοινού τις ληστεμένες αποικίες ενάντια στην Ιαπωνία και στην Αμερική, που θεωρούν τον εαυτό τους στο έπακρο αδικημένο με τη σημερινή μοιρασιά των αποικιών και που τον τελευταίο μισό αιώνα δυνάμωσαν ασύγκριτα πιο γρήγορα απ' ό,τι η καθυστερημένη μοναρχική Ευρώπη, που άρχισε να σαπίζει από τα γεράματα. Σε σύγκριση με τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Ευρώπη στο σύνολό της σημαίνει οικονομική στασιμότητα. Η δημιουργία των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης με τη σημερινή οικονομική βάση, δηλαδή στις συνθήκες του καπιταλισμού, θα σήμαινε οργάνωση της αντίδρασης, για να παρεμποδιστεί η πιο γρήγορη ανάπτυξη της Αμερικής. Πέρασαν για πάντα οι καιροί που η υπόθεση της δημοκρατίας και η υπόθεση του σοσιαλισμού συνδέονταν μόνο με την Ευρώπη.
Οι Ενωμένες Πολιτείες του κόσμου (και όχι της Ευρώπης) είναι η κρατική εκείνη μορφή ένωσης και ελευθερίας των εθνών, που εμείς τη συνδέουμε με το σοσιαλισμό - ως τότε που η πλήρης νίκη του κομμουνισμού θα οδηγήσει στην οριστική εξαφάνιση κάθε κράτους, μαζί και του δημοκρατικού. Ωστόσο, το σύνθημα των Ηνωμένων Πολιτειών του κόσμου, σαν αυτοτελές σύνθημα, είναι αμφίβολο αν θα ήταν σωστό, πρώτο, γιατί συγχωνεύεται με το σοσιαλισμό και, δεύτερο, γιατί θα μπορούσε να προκαλέσει τη λαθεμένη ερμηνεία ότι είναι αδύνατη η νίκη του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, τη λαθεμένη ερμηνεία για τη στάση αυτής της χώρας απέναντι στις υπόλοιπες.
Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από δω βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού στην αρχή σε λίγες ή ακόμη και σε μία μονάχα, χωριστά παρμένη, καπιταλιστική χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας, απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή, θα ορθωνόταν ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, τον καπιταλιστικό κόσμο, παίρνοντας μαζί του τις καταπιεζόμενες τάξεις των άλλων χωρών, ξεσηκώνοντας στις χώρες αυτές εξεγέρσεις ενάντια στους καπιταλιστές, δρώντας σε περίπτωση ανάγκης ακόμη και με στρατιωτική δύναμη ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τα κράτη τους. Πολιτική μορφή της κοινωνίας, όπου νικάει το προλεταριάτο, ανατρέποντας την αστική τάξη, θα είναι η λαοκρατική δημοκρατία, που θα συγκεντρώσει όλο και περισσότερο τις δυνάμεις του προλεταριάτου του δοσμένου έθνους ή των δοσμένων εθνών στην πάλη ενάντια στα κράτη, που δε θα έχουν ακόμη περάσει στο σοσιαλισμό. Δεν είναι δυνατή η εξάλειψη των τάξεων χωρίς τη δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης, του προλεταριάτου. Δεν είναι δυνατή η ελεύθερη ένωση των εθνών στο σοσιαλισμό, χωρίς μια λίγο - πολύ μακρόχρονη, επίμονη πάλη των σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ενάντια στα οπισθοδρομικά κράτη.
Να για ποιους λόγους, ύστερα από επανειλημμένες συζητήσεις του ζητήματος στη Συνδιάσκεψη των Τμημάτων Εξωτερικού του ΣΔΕΚΡ και μετά τη Συνδιάσκεψη, η Σύνταξη του Κεντρικού Οργάνου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι λαθεμένο το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Οι δυο θεωρίες, για τις κρίσεις, που εξετάζουμε, δίνουν εντελώς διαφορετική εξήγηση στις κρίσεις. Η πρώτη θεωρία τις εξηγεί με την αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση της εργατικής τάξης, η δεύτερη - με την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Η πρώτη, συνεπώς, βλέπει τη ρίζα του φαινομένου έξω από την παραγωγή (σ' αυτό οφείλονται, λ.χ., οι γενικές επιθέσεις του Σισμόντι ενάντια στους κλασικούς, ότι αγνοούν την κατανάλωση και ασχολούνται μόνο με την παραγωγή), η δεύτερη τη βλέπει ακριβώς στους όρους της παραγωγής. Για να είμαστε σύντομοι, η πρώτη εξηγεί τις κρίσεις με την υποκατανάλωση (Unterkonsumption), η δεύτερη - με την αναρχία της παραγωγής. Ετσι, και οι δυο θεωρίες, εξηγώντας τις κρίσεις με την αντίθεση που υπάρχει μέσα στο ίδιο το οικονομικό καθεστώς, διαφωνούν πέρα για πέρα σχετικά με τον καθορισμό της αντίθεσης αυτής. Γεννιέται όμως το ερώτημα: Η δεύτερη θεωρία αρνιέται το γεγονός της αντίθεσης ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση, το γεγονός της υποκατανάλωσης; Φυσικά, όχι. Αναγνωρίζει απόλυτα το γεγονός αυτό, του παραχωρεί όμως τη δευτερεύουσα θέση που του ταιριάζει, σαν γεγονός αναφερόμενο μόνο στη μια υποδιαίρεση της όλης κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Διδάσκει ότι το γεγονός αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει τις κρίσεις, που οφείλονται σε μιαν άλλη, πιο βαθιά, πιο βασική αντίθεση του σύγχρονου οικονομικού συστήματος και συγκεκριμένα στην αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Συνεπώς, τι να πει κανείς για τους ανθρώπους που, ενώ στην ουσία υποστηρίζουν την πρώτη θεωρία, προσπαθούν να καλυφθούν, επικαλούμενοι το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της δεύτερης διαπιστώνουν αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση; Είναι ολοφάνερο ότι οι άνθρωποι αυτοί δε μελέτησαν καλά τη βάση της διαφοράς των δυο θεωριών και δεν κατάλαβαν όπως πρέπει τη δεύτερη θεωρία. Στους ανθρώπους αυτούς ανήκει λ.χ., ο κ. Ν. -ον (δε μιλάμε πια για τον κ. Β. Β.). Οτι ανήκουν στους οπαδούς του Σισμόντι, αυτό το έχει κιόλας τονίσει στη φιλολογία μας ο κ. Τουγκάν - Μπαρανόβσκι («Οι βιομηχανικές κρίσεις», σελ. 477, με την παράξενη επιφύλαξη όσον αφορά τον κ. Ν. -ον: «προφανώς»). Ο κ. Ν. -ον, όμως, μιλώντας για «περιορισμό της εσωτερικής αγοράς» και για «μείωση της λαϊκής καταναλωτικής ικανότητας» (κεντρικά σημεία των απόψεών του), επικαλείται ωστόσο τους εκπροσώπους της δεύτερης θεωρίας, που διαπιστώνουν το γεγονός της αντίθεσης ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση, το γεγονός της υποκατανάλωσης. Είναι ευνόητο ότι τα επιχειρήματα του είδους αυτού δείχνουν απλώς μιαν ικανότητα που χαρακτηρίζει γενικά το συγγραφέα αυτό, την ικανότητα να παραθέτει αταίριαστες περικοπές και τίποτα περισσότερο. Λόγου χάρη, όλοι οι αναγνώστες, που ξέρουν τα «Δοκίμιά» του θα θυμούνται, βέβαια, την «περικοπή» του που λέει ότι «οι εργάτες σαν αγοραστές εμπορεύματος, έχουν μεγάλη σημασία για την αγορά, όταν όμως οι εργάτες παρουσιάζονται σαν πουλητές του εμπορεύματός τους, δηλ. της εργατικής δύναμης, τότε η κεφαλαιοκρατική κοινωνία έχει την τάση να περιορίζει στο κατώτατο όριο την τιμή αυτού του εμπορεύματος» («Δοκίμια», σελ. 178). Θα θυμούνται επίσης ότι ο κ. Ν. -ον θέλει να συμπεράνει από δω και τον «περιορισμό της εσωτερικής αγοράς» (ib., σελ. 203 κ.ά.) και τις κρίσεις (σελ. 298 κ.ά.). Παραθέτοντας όμως την περικοπή αυτή (που, όπως εξηγήσαμε, δεν αποδείχνει τίποτα), ο συγγραφέας μας εκτός απ' αυτό παραλείπει το τέλος της υποσημείωσης, απ' όπου πήρε την περικοπή του. Η περικοπή αυτή ήταν μια σημείωση που είχε προστεθεί στο χειρόγραφο του II μέρους του II τόμου του «Κεφαλαίου». Η σημείωση αυτή είχε προστεθεί «για ν' αναπτυχθεί αργότερα πιο διεξοδικά» και ο εκδότης του χειρογράφου τη μετέφερε στην υποσημείωση. Η σημείωση αυτή ύστερα από τα λόγια που αναφέραμε παραπάνω, λέει: «Ωστόσο όλα αυτά αφορούν μόνον το επόμενο μέρος»2, δηλ. το τρίτο μέρος. Και τι είναι αυτό το τρίτο μέρος; Είναι ακριβώς το μέρος που περιλαβαίνει την κριτική της θεωρίας του Α. Σμιθ για τα δυο μέρη του όλου κοινωνικού προϊόντος (μαζί με το σχόλιο για τον Σισμόντι, που αναφέραμε πιο πάνω) και την ανάλυση της «αναπαραγωγής και της κυκλοφορίας όλου του κοινωνικού κεφαλαίου», δηλ. της πραγματοποίησης του προϊόντος. Κι έτσι, ο συγγραφέας μας, για να υποστηρίξει τις απόψεις του, που επαναλαβαίνουν όσα λέει ο Σισμόντι, παραθέτει μια σημείωση, η οποία αφορά «μόνο το μέρος» που αναιρεί τον Σισμόντι: «Μόνο το μέρος», που δείχνει ότι οι κεφαλαιοκράτες μπορούν να πραγματοποιήσουν την υπεραξία και ότι είναι ανοησία να συμπεριλαβαίνει κανείς το εξωτερικό εμπόριο στην ανάλυση της πραγματοποίησης...
Στο άρθρο του Εφρούσι γίνεται μια άλλη προσπάθεια να εξαλειφθεί η διαφορά ανάμεσα στις δυο θεωρίες και να υποστηριχτεί η παλιά ρομαντική σαβούρα με παραπομπές στις νεότατες θεωρίες. Ο Εφρούσι αναφέρει τη θεωρία των κρίσεων του Σισμόντι και τονίζει ότι δεν είναι σωστή («Ρούσκογε Μπογκάτστβο» τεύχος 7, σελ. 162). Οι υποδείξεις του είναι εξαιρετικά ασαφείς και αντιφατικές. Από το ένα μέρος, επαναλαβαίνει τα επιχειρήματα της αντίθετης θεωρίας, λέγοντας ότι με τα είδη της άμεσης κατανάλωσης δεν εξαντλείται η εθνική ζήτηση. Από το άλλο μέρος, ισχυρίζεται ότι η εξήγηση, που δίνει ο Σισμόντι στις κρίσεις, «αναφέρεται απλώς σ' ένα από τα πολλά περιστατικά, που δυσκολεύουν τη διανομή της εθνικής παραγωγής ανάλογα με τη ζήτηση του πληθυσμού και την αγοραστική του ικανότητα». Συνεπώς, ο αναγνώστης καλείται να πιστέψει ότι η εξήγηση των κρίσεων, βρίσκεται ακριβώς στη «διανομή» και ότι το λάθος του Σισμόντι περιορίζεται στην ανεπαρκή υπόδειξη των αίτιων, που δυσκολεύουν τη διανομή αυτή! Το κυριότερο όμως δε βρίσκεται αυτού... «Ο Σισμόντι - λέει ο Εφρούσι - δε στάθηκε στην εξήγηση που αναφέρθηκε πιο πάνω. Στην 1η κιόλας έκδοση των "Nouveaux Principes" βρίσκουμε ένα πολύ διδαχτικό κεφάλαιο με τον τίτλο "De la connaissance du marche"3. Στο κεφάλαιο αυτό ο Σισμόντι μας αποκαλύπτει τις βασικές αιτίες της παραβίασης της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση (σημειώστε το αυτό!) με μια σαφήνεια, που στο ζήτημα αυτό τη συναντούμε μόνο σε λίγους οικονομολόγους» (ib.). Και, παραθέτοντας περικοπές για το ότι ο εργοστασιάρχης δεν μπορεί να ξέρει την αγορά, ο Εφρούσι λέει: «Σχεδόν το ίδιο λέει και ο Ενγκελς» (σελ. 163) - ακολουθεί μια περικοπή, που δείχνει ότι ο εργοστασιάρχης δεν μπορεί να ξέρει τη ζήτηση. Παραθέτοντας κατόπι και άλλες περικοπές σχετικά με «άλλα εμπόδια για την αποκατάσταση της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση» (σελ. 164), ο Εφρούσι βεβαιώνει ότι «στις περικοπές αυτές δίνεται η ίδια εκείνη εξήγηση των κρίσεων, που γίνεται όλο και επικρατέστερη»! Και κάτι παραπάνω: ο Εφρούσι έχει τη γνώμη ότι «στο ζήτημα για τις αιτίες των κρίσεων της εθνικής οικονομίας έχουμε όλο το δικαίωμα να θεωρούμε τον Σισμόντι θεμελιωτή των απόψεων, που αργότερα αναπτύσσονται με μεγαλύτερη συνέπεια και σαφήνεια» (σελ. 168).
Mε όλα αυτά όμως ο Εφρούσι δείχνει ότι δεν κατάλαβε καθόλου το ζήτημα! Τι είναι οι κρίσεις; Υπερπαραγωγή, παραγωγή εμπορευμάτων, που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν δεν μπορούν να βρουν ζήτηση. Αν τα εμπορεύματα δεν μπορούν να βρουν ζήτηση, σημαίνει ότι ο εργοστασιάρχης, παράγοντάς τα, δεν ήξερε τη ζήτηση. Γεννιέται τώρα το ερώτημα μήπως το να υποδείχνει κανείς τον όρο αυτό της δυνατότητας των κρίσεων σημαίνει εξήγηση των κρίσεων; Ο Εφρούσι δεν καταλάβαινε τη διαφορά ανάμεσα στην υπόδειξη της δυνατότητας και στην εξήγηση της αναγκαιότητας του φαινομένου; Ο Σισμόντι λέει: οι κρίσεις, είναι ενδεχόμενες, επειδή ο εργοστασιάρχης δεν ξέρει τη ζήτηση, ξεσπούν υποχρεωτικά, επειδή στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν μπορεί να υπάρχει ισορροπία παραγωγής και κατανάλωσης (δηλ. δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί το προϊόν). Ο Ενγκελς λέει: ξεσπούν οι κρίσεις, επειδή ο εργοστασιάρχης δεν ξέρει τη ζήτηση, ξεσπούν υποχρεωτικά, όχι γιατί δεν μπορεί γενικά να πραγματοποιηθεί το προϊόν. Αυτό δεν είναι σωστό: το προϊόν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Οι κρίσεις ξεσπούν υποχρεωτικά, επειδή ο συλλογικός χαρακτήρας της παραγωγής έρχεται σε αντίθεση με τον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης: Και να, βρίσκεται ένας οικονομολόγος, που βεβαιώνει ότι ο Ενγκελς λέει «σχεδόν το ίδιο», ότι ο Σισμόντι δίνει «την ίδια εξήγηση για τις κρίσεις»! «Για το λόγο αυτό μου προξενεί κατάπληξη - γράφει ο Εφρούσι - ότι ο κ. Τουγκάν - Μπαρανόβσκι... δεν είδε το πιο σπουδαίο και πολύτιμο στη θεωρία του Σισμόντι» (σελ. 168). Toυ κ. Τουγκάν - Μπαρανόβσκι όμως τίποτα δεν του διέφυγε4. Αντίθετα, τόνισε με απόλυτη ακρίβεια τη βασική αντίθεση στην οποία ανάγει το ζήτημα η καινούρια θεωρία (σελ. 455 κ.α.), και ξεκαθάρισε τη σημασία του Σισμόντι, ο οποίος υπέδειξε πρωτύτερα την αντίθεση, που εκδηλώνεται στις κρίσεις, δεν μπόρεσε όμως να της δώσει σωστή εξήγηση (σελ. 457: ο Σισμόντι έδειξε πριν από τον Ενγκελς ότι οι κρίσεις πηγάζουν από τη σύγχρονη οργάνωση της οικονομίας, σελ. 491: ο Σισμόντι διατύπωσε τους όρους της δυνατότητας των κρίσεων, όμως «κάθε δυνατότητα δε μετατρέπεται σε πράξη»). Ενώ ο Εφρούσι δεν κατάλαβε τίποτα απ' όλα αυτά κι αφού τα στοίβαξε όλα στον ίδιο σωρό, «απορεί», γιατί δημιουργείται σύγχυση! «Είναι αλήθεια - λέει ο οικονομολόγος του "Ρούσκογε Μπογκάτστβο" - ότι στον Σισμόντι δε συναντούμε τις διατυπώσεις, που τώρα έχουν γενικά πολιτογραφηθεί, όπως "αναρχία της παραγωγής", "έλλειψη σχεδιασμού (Planlosigkeit) της παραγωγής", η ουσία όμως που κρύβεται πίσω από τις εκφράσεις αυτές σημειώνεται σ' αυτόν απόλυτα καθαρά» (σελ. 168). Με πόση ευκολία ο νεότατος ρομαντικός αναβιώνει το ρομαντικό του παλιού καιρού! Πρόκειται για διαφορά στα λόγια! Στην πράξη ο Εφρούσι δεν καταλαβαίνει τα λόγια, που επαναλαβαίνει. «Αναρχία της παραγωγής», «Ελλειψη σχεδιασμού της παραγωγής», τι δείχνουν αυτές οι εκφράσεις; Την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Και ρωτάμε τον καθένα που ξέρει την οικονομική φιλολογία που εξετάζουμε, παραδεχόταν την αντίθεση αυτή ο Σισμόντι ή ο Ροντμπέρτους; Εβγαζαν το συμπέρασμα ότι οι κρίσεις οφείλονται στην αντίθεση αυτή; Οχι, δεν το έβγαζαν και δεν μπορούσαν να το βγάλουν, γιατί κανένας τους δεν καταλάβαινε καθόλου την αντίθεση αυτή. Τους ήταν εντελώς ξένη η ίδια η ιδέα ότι δεν μπορεί να στηρίζει κανείς την κριτική του καπιταλισμού σε φράσεις για γενική ευημερία5, ή για μη σωστή οργάνωση «της κυκλοφορίας, που αφέθηκε στον ίδιο τον εαυτό της»6, αλλά ότι είναι απαραίτητο να τη στηρίζει στο χαρακτήρα της εξέλιξης των σχέσεων παραγωγής.
Εμείς καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί οι δικοί μας Ρώσοι ρομαντικοί βάζουν όλα τα δυνατά τους, για να εξαλείψουν τη διαφορά ανάμεσα στις δυο θεωρίες, των κρίσεων, που αναφέραμε. Αυτό γίνεται, επειδή με τις παραπάνω θεωρίες συνδέεται αμεσότατα και στενότατα η διαφορετική από άποψη αρχών στάση απέναντι στον καπιταλισμό. Πράγματι, αν αποδώσουμε τις κρίσεις στην αδυναμία να πραγματοποιηθούν τα προϊόντα, στην αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση, καταλήγουμε έτσι στην άρνηση της πραγματικότητας, παραδεχόμαστε ότι ο δρόμος, που ακολουθεί ο καπιταλισμός, είναι ασύμφορος, διακηρύσσουμε ότι ο δρόμος αυτός είναι «λαθεμένος» και αρχίζουμε ν' αναζητάμε «άλλους δρόμους». Αποδίδοντας τις κρίσεις στην αντίθεση αυτή, πρέπει να παραδεχτούμε ότι όσο περισσότερο αναπτύσσεται η αντίθεση, τόσο πιο δύσκολο είναι να βγούμε από αυτή. Και είδαμε με πόσο μεγάλη αφέλεια διατύπωσε ο Σισμόντι αυτήν ακριβώς τη γνώμη, λέγοντας ότι, αν το κεφάλαιο συσσωρεύεται αργά, το πράγμα είναι επιτέλους υποφερτό, αν όμως συσσωρεύεται γρήγορα, καταντά ανυπόφορο. Απεναντίας, αν αποδώσουμε τις κρίσεις στην αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης, παραδεχόμαστε έτσι την πραγματικότητα και την προοδευτικότητα του κεφαλαιοκρατικού δρόμου και απορρίπτουμε τις αναζητήσεις «άλλων δρόμων» σαν ανόητο ρομαντισμό. Παραδεχόμαστε έτσι πως όσο περισσότερο αναπτύσσεται η αντίθεση αυτή τόσο πιο εύκολα θα βγούμε από αυτήν, και ότι η διέξοδος βρίσκεται ακριβώς στην ανάπτυξη του δοσμένου συστήματος.
Οπως βλέπει ο αναγνώστης, κι εδώ συναντούμε διαφορά «απόψεων»...
Είναι εντελώς φυσικό το ότι οι ρομαντικοί μας ψάχνουν να βρουν θεωρητικές επαληθεύσεις των απόψεών τους. Είναι εντελώς φυσικό το ότι οι αναζητήσεις αυτές τους οδηγούν στην παλιά σαβούρα, που την πέταξε από πολύν καιρό η Δυτική Ευρώπη. Είναι εντελώς φυσικό, το ότι νιώθοντάς το αυτό, προσπαθούν ν' αποκαταστήσουν τη σαβούρα αυτή, πότε εξωραΐζοντας ανοιχτά τους ρομαντικούς της Δυτικής Ευρώπης, πότε προσπαθώντας να μπάσουν λαθραία το ρομαντισμό κάτω από τη σημαία αταίριαστων και διαστρεβλωμένων περικοπών. Γελιούνται όμως οικτρά, αν νομίζουν ότι ένα τέτοιο λαθρεμπόριο θα μείνει αξεσκέπαστο.
Τελειώνοντας μ' αυτό την έκθεση της βασικής θεωρητικής διδασκαλίας του Σισμόντι και των κυριότερων θεωρητικών συμπερασμάτων, που έβγαλε απ' αυτήν, πρέπει να κάνουμε μια μικρή προσθήκη πάλι σχετικά με τον Εφρούσι. Σ' ένα άλλο άρθρο του για τον Σισμόντι (συνέχεια του πρώτου) λέει: «Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον (σε σύγκριση με τη θεωρία για το εισόδημα από το κεφάλαιο) παρουσιάζουν οι απόψεις του Σισμόντι για τα διάφορα είδη εισοδημάτων» («Ρούσκογε Μπογκάτστβο» τεύχος 8, σελ. 42). Ο Σισμόντι, λέει, όπως και ο Ροντμπέρτους, χωρίζει το εθνικό εισόδημα σε δύο μέρη: «το ένα μέρος το παίρνουν οι κάτοχοι της γης και των εργαλείων παραγωγής, το άλλο οι εκπρόσωποι της εργασίας» (ib.). Ακολουθούν περικοπές, όπου ο Σισμόντι μιλάει για έναν τέτοιο χωρισμό όχι μόνο του εθνικού εισοδήματος, αλλά και όλου του προϊόντος: «Η ετήσια παραγωγή, ή το αποτέλεσμα όλων των εργασιών, που εκτελεί το έθνος στη διάρκεια ενός χρόνου, αποτελείται επίσης από δύο μέρη» κλπ. («Nouveaux Principes», I, 105, η περικοπή υπάρχει στο «Ρούσκογε Μπογκάτστβο», τεύχος 8, σελ. 43). «Τα σημεία που παραθέσαμε - συμπεραίνει ο οικονομολόγος μας - αποδείχνουν καθαρά ότι ο Σισμόντι έχει αφομοιώσει στο ακέραιο (!) την ταξινόμηση εκείνη του εθνικού εισοδήματος, που παίζει τόσο σπουδαίο ρόλο στους νεότατους οικονομολόγους και συγκεκριμένα το χωρισμό του εθνικού εισοδήματος σε εισόδημα, που στηρίζεται στην εργασία και σε εισόδημα που βγαίνει χωρίς εργασία - arbeitsloses Einkommen. Αν και, μιλώντας γενικά, οι απόψεις του Σισμόντι στο ζήτημα του εισοδήματος δεν είναι πάντοτε σαφείς και συγκεκριμένες, πάντως διαφαίνεται σ' αυτές η επίγνωση της διαφοράς, που υπάρχει ανάμεσα στο εισόδημα του ατομικού νοικοκυριού και στο εισόδημα της εθνικής οικονομίας» (σελ. 43).
Η παραπάνω περικοπή - θα πούμε εμείς σχετικά μ' αυτό - αποδείχνει καθαρά ότι ο Εφρούσι έχει αφομοιώσει πέρα για πέρα τη σοφία των γερμανικών εγχειριδίων, παρ' όλα αυτά όμως (και ίσως γι' αυτόν ακριβώς το λόγο), δεν είδε καθόλου τη θεωρητική δυσκολία, που υπάρχει στο ζήτημα του εθνικού εισοδήματος σε διάκριση από το ατομικό. Ο Εφρούσι εκφράζεται πολύ απρόσεχτα. Είδαμε ότι στο πρώτο μέρος του άρθρου του ονόμαζε «νεότατους οικονομολόγους» τους θεωρητικούς ορισμένης σχολής. Ο αναγνώστης του με το δίκιο του θα νομίσει ότι και τούτη τη φορά πρόκειται για τους ίδιους. Στην πραγματικότητα όμως ο συγγραφέας εννοεί εδώ κάτι το εντελώς διαφορετικό. Σαν νεότατοι οικονομολόγοι φιγουράρουν τώρα οι Γερμανοί από καθέδρας σοσιαλιστές. Η υπεράσπιση του Σισμόντι συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας πλησιάζει τη θεωρία του Σισμόντι στη θεωρία τους. Ποια είναι η θεωρία αυτών των «νεότατων» αυθεντιών του Εφρούσι;
-- Οτι το εθνικό εισόδημα χωρίζεται σε δύο μέρη.
Η θεωρία όμως αυτή είναι του Ανταμ Σμιθ και σε καμιά περίπτωση των «νεότατων οικονομολόγων»! Χωρίζοντας το εισόδημα σε μισθό εργασίας, σε κέρδος και σε γαιοπρόσοδο (βιβλίο Ι, κεφ. VI «Ο πλούτος των εθνών», βιβλίο II, κεφ. ΙΙ), ο Α. Σμιθ αντιπαράθετε τα δυο τελευταία στο πρώτο, ακριβώς σαν εισόδημα χωρίς αντίστοιχη εργασία, ονόμαζε και τα δυο κρατήσεις από την εργασία (βιβλίο Ι, κεφάλαιο VIII) και αμφισβητούσε τη γνώμη ότι το κέρδος είναι και αυτό μεροκάματο για μια εργασία ειδικής φύσης (βιβλίο, Ι, κεφάλαιο VI). Και ο Σισμόντι, και ο Ροντμπέρτους, και οι «νεότατοι» συγγραφείς των γερμανικών εγχειριδίων επαναλαμβάνουν απλώς τη θεωρία αυτή του Σμιθ. Η διαφορά μεταξύ τους βρίσκεται μόνο στο ότι ο Α. Σμιθ καταλάβαινε ότι δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει τελείως το εθνικό εισόδημα από το εθνικό προϊόν καταλάβαινε ότι έπεφτε σε αντίθεση όταν δεν συμπεριλάβαινε στο τελευταίο το σταθερό κεφάλαιο (σύμφωνα με τη σύγχρονη ορολογία), που το συμπεριλάβαινε ωστόσο στο ατομικό προϊόν. Οι «νεότατοι» όμως οικονομολόγοι, επαναλαβαίνοντας το λάθος του Α. Σμιθ, περιβάλανε απλώς τη θεωρία του μ' ένα πιο πομπώδικο σχήμα («ταξινόμηση του εθνικού εισοδήματος») κι έχαναν τη συναίσθηση της αντίθεσης, μπροστά στην οποία σταμάτησε ο Α. Σμιθ. Αυτές οι μέθοδες μπορεί να είναι σοφές, δεν είναι όμως καθόλου επιστημονικές.
1. Σχετικά με τη θεωρία, ότι στην κεφαλαιοκρατική οικονομία όλο το προϊόν αποτελείται από δυο μέρη, συναντούμε στον Α. Σμιθ και στους μεταγενέστερους οικονομολόγους τη λαθεμένη αντίληψη της «συσσώρευσης ατομικού κεφαλαίου». Και, συγκεκριμένα, αυτοί δίδασκαν ότι η συσσωρευμένη μερίδα του κέρδους ξοδεύεται ολοκληρωτικά για μισθό εργασίας, ενώ στην πραγματικότητα ξοδεύεται: 1) για σταθερό κεφάλαιο και 2) για μισθό εργασίας. Ο Σισμάντι επαναλαβαίνει κι αυτό το λάθος των κλασικών.
2. «Das Kapital», ΙΙ Band, S. 304 («Το Κεφάλαιο», τόμ. ΙΙ, σελ. 304. Η Σύντ.) Ρωσική μετάφραση, σελ. 2325α. Η υπογράμμιση δική μας.
3. «Για τη γνώση της αγοράς». Η Σύντ.
4. Στην «Ανάπτυξη του καπιταλισμού» (σελ. 16 και 19) (βλ. «Απαντα», 4η ρωσ. έκδ., τόμ. 3ος, κεφάλαιο 1, παρ. VI. Η Σύντ.) Εχω κιόλας σημειώσει τις ανακρίβειες και τα λάθη του κ. Τουγκάν - Μπαρανόβσκι, που τον έκαναν να περάσει αργότερα ολοκληρωτικά στο στρατόπεδο των αστών οικονομολόγων. (Υποσημείωση του συγγραφέα στην έκδοση του 1908. Η Σύντ.).
5. Ct. Sismondi. 1. c, I, 8 (πρβλ. Σισμόντι, στο σημείο απ' όπου πάρθηκε η περικοπή, Ι, 8, Η Σύντ.)
6. Ροντμπέρτους. Με την ευκαιρία αυτή ας σημειώσουμε ότι ο Μπερνστάιν, παλινορθώνοντας γενικά τις προλήψεις της αστικής οικονομίας, έφερε σύγχυση και στο ζήτημα αυτό με τον ισχυρισμό ότι η θεωρία του Μαρξ για τις κρίσεις δε διαφέρει και πολύ από τη θεωρία του Ροντμπέρτους («Die Voraussetzungen elc.» Stuttg. 1899, S. 67 («Οι προϋποθέσεις κ.τ.λ.». Στουτγάρδη, 1899, σελ. 67. Η Σύντ.) και ότι ο Μαρξ έρχεται σε αντίθεση με τον ίδιο τον εαυτό του, όταν αναγνωρίζει σαν τελευταία αιτία των κρίσεων την περιορισμένη κατανάλωση των μαζών. (Σημείωση του συγγραφέα στην έκδοση του 1908. Η Σύντ.).
Σύντροφοι εργάτες! Θυμηθείτε πως η επανάσταση βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Θυμηθείτε πως την επανάσταση μπορείτε να τη σώσετε μόνο εσείς και κανένας άλλος.
Δεκάδες χιλιάδες επίλεκτοι εργάτες, πρωτοπόροι, αφοσιωμένοι στο σοσιαλισμό, που δε θα υποκύψουν στη δωροδοκία και στη ληστεία και θα είναι σε θέση να δημιουργήσουν μια σιδερένια δύναμη ενάντια στους κουλάκους, στους κερδοσκόπους, στους μαυραγορίτες, στους δωρολήπτες, στους αποδιοργανωτές - να τι μας χρειάζεται.
Να τι μας χρειάζεται επιτακτικά και άμεσα.
Διαφορετικά, η πείνα, η ανεργία και η καταστροφή της επανάστασης είναι αναπόφευκτες.
Η δύναμη των εργατών και η σωτηρία τους βρίσκονται στην οργάνωση. Αυτό το ξέρουν όλοι. Τώρα χρειάζεται μια οργάνωση εργατών ειδικού τύπου, η οργάνωση μιας σιδερένιας εξουσίας για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη. Σύντροφοι - εργάτες! Η υπόθεση της επανάστασης βρίσκεται στα χέρια σας.
Ο καιρός δεν περιμένει: Τον υπερβολικά δύσκολο Μάη θα τον ακολουθήσουν μήνες ακόμη πιο δύσκολοι, ο Ιούνης και ο Ιούλης και ίσως ακόμη και μέρος του Αυγούστου.
(το τμήμα αυτό του άρθρου είναι προσθήκη στο άρθρο που ακολουθεί και γράφτηκε στις 20 του Μάη 1918. Δημοσιεύτηκε στις 22 του Μάη 1918 στην εφημερίδα «Πετρογκράντσκαγια Πράβντα», αρ. φύλ. 103. Δημοσιεύεται σύμφωνα με το χειρόγραφο).
Σύντροφοι! Τις μέρες αυτές με επισκέφθηκε ο αντιπρόσωπός σας, μέλος του Κόμματος, εργάτης από το εργοστάσιο Πουτίλοφ. Ο σύντροφος αυτός, μου περιέγραψε λεπτομερειακά την εξαιρετικά ζοφερή εικόνα της πείνας στην Πετρούπολη. Ξέρουμε όλοι μας πως σε μια σειρά βιομηχανικά κυβερνεία, το επισιτιστικό πρόβλημα είναι εξίσου οξύ και η πείνα χτυπάει εξίσου βασανιστικά τις πόρτες των εργατών και της φτωχολογιάς γενικά.
Και, παράλληλα, βλέπουμε να οργιάζει η κερδοσκοπία με τα σιτηρά και τα άλλα τρόφιμα. Η πείνα δεν οφείλεται στο ότι η Ρωσία δεν έχει σιτηρά, αλλά στο ότι η αστική τάξη και όλοι οι πλούσιοι δίνουν την τελευταία, την αποφασιστική, μάχη ενάντια στην κυριαρχία των εργαζομένων, ενάντια στο κράτος των εργατών, τη σοβιετική εξουσία, στο πιο σοβαρό και οξύ ζήτημα, στο ζήτημα των σιτηρών. Η αστική τάξη και όλοι οι πλούσιοι, μαζί και οι πλούσιοι του χωριού, οι κουλάκοι, τορπιλίζουν το μονοπώλιο των σιτηρών, σαμποτάρουν τη διανομή των σιτηρών από το κράτος προς όφελος και προς το συμφέρον όλου του πληθυσμού, για τον εφοδιασμό με ψωμί όλου του πληθυσμού και πρώτα απ' όλα των εργατών, των εργαζομένων, των φτωχών. Η αστική τάξη τορπιλίζει τις σταθερές τιμές, κερδοσκοπεί με τα σιτηρά, κερδίζει εκατό, διακόσια και περισσότερα ρούβλια σε κάθε πούτι σιτηρών, καταστρέφει το μονοπώλιο των σιτηρών και τη σωστή κατανομή των σιτηρών, το καταστρέφει με τη δωροδοκία και την εξαγορά, υποστηρίζοντας με κακεντρέχεια το καθετί που χαντακώνει την εξουσία των εργατών, την εξουσία που προσπαθεί να εφαρμόσει την πρώτη, τη βασική, τη θεμελιακή αρχή του σοσιαλισμού: «Οποιος δε δουλεύει, δεν τρώει».
«Οποιος δε δουλεύει, δεν τρώει» - αυτό το καταλαβαίνει ο κάθε εργαζόμενος. Μ' αυτό συμφωνούν όλοι οι εργάτες, όλοι οι φτωχοί, ακόμη και οι μεσαίοι αγρότες, όλοι όσοι δοκίμασαν στη ζωή τους στερήσεις, όλοι όσοι έζησαν κάποτε με το ημερομίσθιό τους. Τα εννιά δέκατα του πληθυσμού της Ρωσίας συμφωνούν μ' αυτήν την αλήθεια. Σ' αυτήν την απλή, την απλούστατη και ολοφάνερη αλήθεια βρίσκεται η βάση του σοσιαλισμού, η αστείρευτη πηγή της δύναμής του και η σίγουρη εγγύηση για την οριστική του νίκη.
Μα εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία του ζητήματος: Αλλο πράγμα είναι να δηλώνεις πως συμφωνείς μ' αυτή την αλήθεια, να ορκίζεσαι πως την παραδέχεσαι, να την αναγνωρίζεις στα λόγια, και άλλο να μπορείς να την εφαρμόζεις. Οταν εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια άνθρωποι δοκιμάζουν τα μαρτύρια της πείνας (στην Πετρούπολη, στις μη γεωργικές περιοχές, στη Μόσχα) σε μια χώρα, όπου οι πλούσιοι, οι κουλάκοι και οι κερδοσκόποι κρύβουν εκατομμύρια και εκατομμύρια πούτια σιτηρά, σε μια χώρα που λέγεται Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία - τότε υπάρχει κάτι που πρέπει να το σκεφτεί σοβαρά και βαθιά κάθε συνειδητός εργάτης και αγρότης.
«Οποιος δε δουλεύει, δεν τρώει» - πώς να το κάνουμε αυτό πραγματικότητα; Είναι φως φανάρι πως για να γίνει αυτό πραγματικότητα είναι απαραίτητο, πρώτο, το κρατικό μονοπώλιο των σιτηρών, δηλαδή η απόλυτη απαγόρευση κάθε ιδιωτικού εμπορίου σιτηρών, η υποχρεωτική παράδοση όλου του πλεονάσματος σιτηρών στο κράτος με σταθερές τιμές, η απόλυτη απαγόρευση της κατακράτησης και της απόκρυψης πλεονασμάτων σιτηρών από οποιονδήποτε. Δεύτερο, γι' αυτό είναι απαραίτητη μια πολύ αυστηρή καταγραφή όλων των πλεονασμάτων των σιτηρών και μια άψογη και ορθή οργάνωση της μεταφοράς των σιτηρών από τα μέρη όπου πλεονάζουν στα μέρη όπου λείπουν, με τη συγκέντρωση αποθεμάτων για την κατανάλωση, την κατεργασία και τη σπορά. Τρίτο, γι' αυτό είναι απαραίτητη μια σωστή, μια δίκαιη κατανομή των σιτηρών σε όλους τους πολίτες του κράτους, κατανομή που να μη δίνει κανένα προνόμιο και πλεονέκτημα στον πλούσιο, και να γίνεται κάτω από τον έλεγχο του εργατικού, του προλεταριακού κράτους.
Αρκεί να σκεφτούμε έστω και λιγάκι πάνω σ' αυτούς τους όρους της νίκης ενάντια στην πείνα, για να καταλάβουμε όλη την απύθμενη βλακεία των σιχαμερών μωρολόγων του αναρχισμού, που αρνούνται την ανάγκη της κρατικής εξουσίας (αμείλικτα αυστηρής απέναντι στην αστική τάξη, αμείλικτα αδυσώπητης απέναντι στους αποδιοργανωτές της εξουσίας) για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, για την απαλλαγή των εργαζομένων από κάθε καταπίεση και κάθε εκμετάλλευση. Τώρα ακριβώς που η επανάστασή μας πλησίασε πολύ κοντά συγκεκριμένα και πρακτικά - κι εδώ βρίσκεται η ανυπολόγιστη αξία της - στα καθήκοντα της πραγματοποίησης του σοσιαλισμού, ακριβώς τώρα, και ακριβώς στο βασικό ζήτημα, στο ζήτημα των σιτηρών, φαίνεται πεντακάθαρα η ανάγκη μιας σιδερένιας επαναστατικής εξουσίας, η ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου, της οργάνωσης της συγκέντρωσης των προϊόντων, της μεταφοράς και της κατανομής τους σε μαζική, πανεθνική κλίμακα, παίρνοντας υπόψη τις ανάγκες δεκάδων και εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, υπολογίζοντας από τα πριν τις συνθήκες και τα αποτελέσματα της παραγωγής για ένα χρόνο και για πολλά χρόνια (γιατί υπάρχουν και χρόνια με κακή σοδειά, και γιατί για την αύξηση της συγκομιδής των σιτηρών χρειάζονται εγγειοβελτιωτικά έργα που απαιτούν πολύχρονες εργασίες κτλ.).
Ο Ρομάνοφ και ο Κέρενσκι άφησαν κληρονομιά στην εργατική τάξη μια χώρα κατεστραμμένη στο έπακρο από το ληστρικό, εγκληματικό και σκληρό πόλεμό τους, λεηλατημένη ολότελα από τους Ρώσους και τους ξένους ιμπεριαλιστές. Τα σιτηρά θα φτάνουν για όλους μόνο αν θα καταγράφεται αυστηρότατα το κάθε πούτι, αν θα μοιράζεται απόλυτα ισόμετρα το κάθε φούντι. Υπάρχει επίσης εξαιρετική έλλειψη ψωμιού για τις μηχανές, δηλαδή καυσίμων: θα σταματήσουν οι σιδηρόδρομοι και οι φάμπρικες, η ανεργία και η πείνα θα αφανίσουν όλο το λαό, αν δεν εντείνουμε όλες τις δυνάμεις μας για μια αμείλικτα αυστηρή οικονομία στην κατανάλωση και σωστή κατανομή. Η καταστροφή είναι μπροστά μας, πλησίασε πολύ, πάρα πολύ κοντά. Υστερα από το Μάη, που ήταν εξαιρετικά δύσκολος, θα έλθουν ακόμη πιο δύσκολοι μήνες, ο Ιούνης, ο Ιούλης και ο Αύγουστος.
Το κρατικό μονοπώλιο των σιτηρών υπάρχει σε μας με νόμο, στην πράξη όμως το τορπιλίζει σε κάθε βήμα η αστική τάξη. Ο πλούσιος του χωριού, ο κουλάκος, ο μαυραγορίτης που δεκάδες χρόνια λήστευε όλη την περιοχή, προτιμάει να πλουτίζει από την κερδοσκοπία, από το λαθραίο ρακί: Αυτό πραγματικά είναι πολύ επικερδές για την τσέπη του και την ευθύνη για την πείνα τη φορτώνει στη σοβιετική εξουσία. Το ίδιο ακριβώς κάνουν και οι πολιτικοί συνήγοροι του κουλάκου - οι καντέτοι, οι δεξιοί εσέροι, οι μενσεβίκοι που «δουλεύουν» στα κρυφά και στα φανερά ενάντια στο μονοπώλιο των σιτηρών και ενάντια στη σοβιετική εξουσία. Το κόμμα των ανερμάτιστων ανθρώπων, δηλαδή των αριστερών εσέρων, δείχνει κι εδώ τον αλλοπροσαλλισμό του: Αφήνει να το παρασύρουν οι ιδιοτελείς κραυγές και τα ουρλιαχτά της αστικής τάξης, βάζει τις φωνές ενάντια στο μονοπώλιο των σιτηρών, «διαμαρτύρεται» για την επισιτιστική δικτατορία, τρομοκρατείται από την αστική τάξη, φοβάται την πάλη ενάντια στον κουλάκο και στριφογυρίζει υστερικά, συμβουλεύοντας να ανεβάσουμε τις σταθερές τιμές, να αφήσουμε ελεύθερο το ιδιωτικό εμπόριο και άλλα τέτοια.
Αυτό το κόμμα των ανερμάτιστων ανθρώπων εκφράζει στην πολιτική κάτι παρόμοιο με εκείνο που συμβαίνει στη ζωή, όταν ο κουλάκος ξεσηκώνει τη φτωχολογιά ενάντια στα Σοβιέτ, την εξαγοράζει, δίνει λ.χ. σε κάποιο φτωχό αγρότη ένα πούτι σιτάρι με τρία ρούβλια αντί με έξι, για «να επωφεληθεί» ο διεφθαρμένος αυτός φτωχός από την κερδοσκοπία, «να κερδίσει» ο ίδιος από την κερδοσκοπική πούληση αυτού του πουτιού για 150 ρούβλια, να μετατραπεί και αυτός σ' έναν φωνακλά ενάντια στα Σοβιέτ που απαγορεύουν το ιδιωτικό εμπόριο των σιτηρών.
Οποιος έχει την ικανότητα να σκέπτεται, όποιος θέλει να σκεφτεί έστω και λιγάκι, βλέπει καθαρά προς ποια κατεύθυνση γίνεται η πάλη:
Είτε οι συνειδητοί πρωτοπόροι εργάτες θα νικήσουν, συνενώνοντας γύρω τους τη μάζα της φτωχολογιάς, εγκαθιδρύοντας μια σιδερένια τάξη πραγμάτων, μια αμείλικτα αυστηρή εξουσία, μια πραγματική δικτατορία του προλεταριάτου, και θα αναγκάσουν τον κουλάκο να υποκύψει, κάνοντας μια σωστή κατανομή των σιτηρών και των καυσίμων σε παγκρατική κλίμακα, - είτε η αστική τάξη, με τη βοήθεια των κουλάκων και την έμμεση υποστήριξη των ανερμάτιστων και θαλασσωμένων ανθρώπων (των αναρχικών και των αριστερών εσέρων), θα γκρεμίσει τη σοβιετική εξουσία και θα ενθρονίσει έναν Ρωσογερμανό ή Ρωσοϊάπωνα Κορνίλοφ, που θα προσφέρει στο λαό τη 16ωρη εργάσιμη μέρα, 50 γραμμάρια ψωμί την εβδομάδα, μαζικούς τουφεκισμούς των εργατών, βασανιστήρια στις φυλακές, όπως γίνεται στη Φιλανδία, όπως γίνεται στην Ουκρανία.
Είτε - είτε
Μέσος δρόμος δεν υπάρχει.
Η κατάσταση της χώρας έφτασε στο απροχώρητο.
Οποιος σκέπτεται βαθιά πάνω στην πολιτική ζωή, δεν μπορεί να μη βλέπει πώς οι καντέτοι μαζί με τους δεξιούς εσέρους και τους μενσεβίκους προσπαθούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους, αν είναι «προτιμότερος» ένας Κορνίλοφ Ρωσογερμανός ή ένας Ρωσοϊάπωνας, αν την επανάσταση θα τη συντρίψει καλύτερα και ασφαλέστερα ένας εστεμμένος ή ένας δημοκράτης Κορνίλοφ.
Είναι καιρός να συμφωνήσουν μεταξύ τους όλοι οι συνειδητοί, όλοι οι πρωτοπόροι εργάτες. Είναι καιρός να ξυπνήσουν και να καταλάβουν πως κάθε στιγμή καθυστέρησης αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για τη χώρα και την επανάσταση.
Τα ημίμετρα δε βοηθάνε σε τίποτε. Από τα παράπονα δε βγαίνει τίποτε. Οι προσπάθειες να προμηθευτείς σιτηρά ή καύσιμα «λιανικώς», για τον «εαυτό σου», δηλαδή για το εργοστάσιό «σου», για την επιχείρησή «σου», απλώς μεγαλώνουν την αποδιοργάνωση, απλώς διευκολύνουν τους κερδοσκόπους στο ιδιοτελές, βρωμερό και σκοτεινό τους έργο.
Και να γιατί σας στέλνω αυτό το γράμμα, σύντροφοι εργάτες της Πετρούπολης. Η Πετρούπολη δεν είναι όλη η Ρωσία. Οι εργάτες της Πετρούπολης είναι ένα μικρό μέρος των εργατών της Ρωσίας. Είναι όμως ένα από τα καλύτερα, τα πρωτοπόρα, τα πιο συνειδητά, τα πιο επαναστατικά, τα πιο σταθερά τμήματα της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων της Ρωσίας, ένα από τα τμήματα που επηρεάζονται λιγότερο από την κούφια λογοκοπία, από την απελπισία των ανερμάτιστων ανθρώπων, από τις προσπάθειες της αστικής τάξης να τα εκφοβίσει. Και στις κρίσιμες στιγμές της ζωής των λαών έτυχε πολλές φορές, ακόμη και ολιγάριθμα πρωτοπόρα τμήματα των πρωτοπόρων τάξεων να τραβήξουν πίσω τους όλους τους άλλους, να ανάψουν τη φλόγα του επαναστατικού ενθουσιασμού στις μάζες και να επιτελέσουν μεγάλους ιστορικούς άθλους.
Στο εργοστάσιο Πουτίλοφ ήμασταν σαράντα χιλιάδες - μου έλεγε ο αντιπρόσωπος των εργατών της Πετρούπολης - οι περισσότεροι όμως ήταν «προσωρινοί» εργάτες, όχι προλετάριοι, άνθρωποι όχι σίγουροι, νωθροί. Τώρα έμειναν δεκαπέντε χιλιάδες, είναι όμως προλετάριοι, δοκιμασμένοι και ατσαλωμένοι στον αγώνα.
Αυτή η πρωτοπορία της επανάστασης - και στην Πετρούπολη και σε όλη τη χώρα - πρέπει να δώσει το σύνθημα, πρέπει να ξεσηκωθεί μαζικά, πρέπει να καταλάβει πως στα χέρια της βρίσκεται η σωτηρία της χώρας, πως απαιτείται να δείξει ηρωισμό όχι μικρότερο από τον ηρωισμό του Γενάρη και του Οχτώβρη του 1905, του Φλεβάρη και του Οχτώβρη του 1917, πως πρέπει να οργανώσει μια μεγάλη «σταυροφορία» ενάντια στους κερδοσκόπους των σιτηρών, στους κουλάκους, στους μαυραγορίτες, στους αποδιοργανωτές, στους δωρολήπτες, μια μεγάλη «σταυροφορία» ενάντια στους παραβάτες της αυστηρότατης τάξης που καθόρισε το κράτος στο έργο της συγκέντρωσης, της μεταφοράς και της κατανομής του ψωμιού για τους ανθρώπους και του ψωμιού για τις μηχανές.
Μόνο ο μαζικός ξεσηκωμός των πρωτοπόρων εργατών μπορεί να σώσει τη χώρα και την επανάσταση. Χρειάζονται δεκάδες χιλιάδες πρωτοπόροι, ατσαλωμένοι προλετάριοι, τόσο συνειδητοί ώστε να εξηγήσουν το ζήτημα στα εκατομμύρια της φτωχολογιάς σε όλες τις γωνιές της χώρας και να μπουν επικεφαλής τους, τόσο σταθεροί ώστε να ξεριζώνουν αλύπητα από τις γραμμές τους και να τουφεκίζουν εκείνον που θα «παρασυρόταν» - συμβαίνουν και τέτοια - από τον πειρασμό της κερδοσκοπίας και από αγωνιστής της λαϊκής υπόθεσης θα καταντούσε ληστής, τόσο σταθεροί και αφοσιωμένοι στην επανάσταση, ώστε να σηκώσουν οργανωμένα όλα τα βάρη της εκστρατείας σε όλες τις γωνιές της χώρας για την επιβολή της τάξης, για το δυνάμωμα των τοπικών οργανώσεων της σοβιετικής εξουσίας, για τον έλεγχο στα διάφορα μέρη για κάθε πούτι σιτάρι, για κάθε πούτι καύσιμα.
Είναι δυσκολότερο να κάνεις αυτή τη δουλειά, από το να δείξεις ηρωισμό για μερικές μέρες, χωρίς να εγκαταλείπεις τα γνώριμά σου μέρη, χωρίς να παίρνεις μέρος σε εκστρατείες και να αρκείσαι σε ένα ξέσπασμα - εξέγερση ενάντια στο ηλίθιο τέρας Ρομάνοφ, ή ενάντια στον χαζούτσικο και καυχησιάρη Κέρενσκι. Ο ηρωισμός μιας μακρόχρονης και επίμονης οργανωμένης δουλειάς σε κλίμακα όλου του κράτους είναι απροσμέτρητα πιο δύσκολος, μα και γι' αυτό απροσμέτρητα μεγαλύτερος από τον ηρωισμό των εξεγέρσεων. Ομως, τη δύναμη των εργατικών κομμάτων και της εργατικής τάξης την αποτελούσε πάντα το ότι η τάξη αυτή βλέπει θαρραλέα, κατευθείαν, ανοιχτά και κατά πρόσωπο τον κίνδυνο, δε φοβάται να το ομολογήσει, σταθμίζει νηφάλια ποιες δυνάμεις βρίσκονται στο «δικό της» και ποιες στο «ξένο», στο εκμεταλλευτικό στρατόπεδο. Η επανάσταση προχωρεί, αναπτύσσεται και μεγαλώνει. Μεγαλώνουν και τα καθήκοντα που στέκουν μπροστά μας. Μεγαλώνει το πλάτος και το βάθος του αγώνα. Η σωστή κατανομή των σιτηρών και των καυσίμων, η αύξηση της παραγωγής τους, η αυστηρότατη καταγραφή και ο έλεγχος σε αυτά από μέρους των εργατών και σε παγκρατική κλίμακα, είναι τα πραγματικά και κύρια πρόθυρα του σοσιαλισμού. Αυτό δεν είναι πια ένα «γενικό επαναστατικό» καθήκον, αλλά ακριβώς ένα καθήκον κομμουνιστικό, ακριβώς ένα καθήκον, όπου οι εργαζόμενοι και η φτωχολογιά πρέπει να δώσουν την αποφασιστική μάχη ενάντια στον καπιταλισμό.
Στη μάχη αυτή αξίζει να αφιερώσουμε όλες μας τις δυνάμεις: Μεγάλες είναι οι δυσκολίες της, αλλά μεγάλη είναι και η υπόθεση της εξάλειψης της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, η υπόθεση για την οποία αγωνιζόμαστε.
Οταν ο λαός πεινάει, όταν η ανεργία μαίνεται όλο και πιο απειλητικά - όποιος κρύβει έστω κι ένα παραπανίσιο πούτι σιτηρά, όποιος στερεί το κράτος από ένα πούτι καύσιμα είναι ο πιο μεγάλος εγκληματίας.
Σε τέτοιους καιρούς - και για την αληθινά κομμουνιστική κοινωνία αυτό είναι πάντοτε σωστό - κάθε πούτι σιτηρά και καύσιμα είναι κάτι πραγματικά ιερό, πιο πολύτιμο από τα ιερά με τα οποία ζαλίζουν τα μυαλά των ηλιθίων οι παπάδες που υπόσχονται τη βασιλεία των Ουρανών σαν αντάλλαγμα για τη σκλαβιά στη Γη. Και για να καθαρίσουμε από κάθε υπόλειμμα της παπαδίστικης «ιερότητας», αυτό το πραγματικά ιερό πρέπει να το κατακτήσουμε πρακτικά, πρέπει να πετύχουμε στην πράξη τη σωστή κατανομή του, πρέπει να συγκεντρώσουμε όλα τα πλεονάσματα των σιτηρών, απολύτως όλα, χωρίς εξαίρεση, και να τα προσθέσουμε στα αποθέματα του κράτους, πρέπει να καθαρίσουμε όλη τη χώρα από τα κρυμμένα ή ασυγκέντρωτα πλεονάσματα σιτηρών, πρέπει με σταθερό εργατικό χέρι να πετύχουμε μια υπερένταση των δυνάμεων για να αυξηθεί η παραγωγή καυσίμων και να γίνει μεγαλύτερη οικονομία σ' αυτά, να υπάρχει η μεγαλύτερη τάξη στη μεταφορά και την κατανάλωσή τους.
Χρειάζεται η μαζική «σταυροφορία» των πρωτοπόρων εργατών σε κάθε σημείο παραγωγής σιτηρών και καυσίμων, σε κάθε βασικό σημείο μεταφοράς και διανομής τους, για να ανεβάσουμε τους ρυθμούς της δουλειάς, για να δεκαπλασιάσουμε τους ρυθμούς της, για να βοηθήσουμε τα τοπικά όργανα της σοβιετικής εξουσίας στο έργο της καταγραφής και του ελέγχου, για να τσακίσουμε με τα όπλα την κερδοσκοπία, τη δωροδοκία, την τσαπατσουλιά. Το καθήκον αυτό δεν είναι νέο. Για να κυριολεκτήσουμε, η Ιστορία δε βάζει νέα καθήκοντα, η Ιστορία απλώς μεγαλώνει την έκταση και το πλάτος των παλιών καθηκόντων, στο βαθμό που μεγαλώνει το πλάτος της επανάστασης, που μεγαλώνουν οι δυσκολίες της, που αυξάνει το μεγαλείο του κοσμοϊστορικού της καθήκοντος.
Ενα από τα μεγαλύτερα, τα ακατάλυτα έργα της Οχτωβριανής - της σοβιετικής - επανάστασης είναι ότι ο πρωτοπόρος εργάτης σαν καθοδηγητής της φτωχολογιάς, σαν ηγέτης της εργαζόμενης μάζας του χωριού, σαν οικοδόμος του κράτους της εργασίας «πήγε στο λαό». Χιλιάδες και χιλιάδες από τους καλύτερους εργάτες έδωσε η Πετρούπολη, έδωσαν τα προλεταριακά κέντρα στο χωριό. Τα τμήματα των αγωνιστών ενάντια στον Καλέντιν και στον Ντούτοφ, τα τμήματα επισιτισμού δεν είναι κάτι το καινούριο. Το ζήτημα είναι μόνο ότι, επειδή πλησιάζει η καταστροφή και η κατάσταση είναι δύσκολη, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε δέκα φορές περισσότερα απ' ό,τι προηγούμενα.
Ο εργάτης με το να γίνει ο πρωτοπόρος ηγέτης της φτωχολογιάς δεν έγινε και άγιος. Οδηγούσε βέβαια το λαό μπροστά, μολυνόταν, όμως, και αυτός από τις αρρώστιες της μικροαστικής αποσύνθεσης. Οσο λιγότερα ήταν τα τμήματα των καλύτερα οργανωμένων, των περισσότερο συνειδητών, των περισσότερο πειθαρχημένων και σταθερών εργατών, τόσο πιο συχνά εκφυλίζονταν αυτά τα τμήματα, τόσο πιο συχνά ήταν οι περιπτώσεις που το μικροϊδιοκτητικό στοιχείο του παρελθόντος νικούσε την προλεταριακή κομμουνιστική συνειδητότητα του μέλλοντος.
Η εργατική τάξη, αρχίζοντας την κομμουνιστική επανάσταση, δεν μπόρεσε να πετάξει μονομιάς από πάνω της τις αδυναμίες και τα ελαττώματα που κληρονόμησε από την κοινωνία των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών, από την κοινωνία των εκμεταλλευτών και των χαραμοφάηδων, από την κοινωνία της βρωμερής ιδιοτέλειας και του ατομικού πλουτισμού των λίγων, ενώ οι πολλοί ζουν μέσα στη φτώχεια. Η εργατική τάξη, όμως, μπορεί να νικήσει - και σε τελευταία ανάλυση θα νικήσει ασφαλώς, αναπότρεπτα, τον παλιό κόσμο, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του, αν κινητοποιηθούν ενάντια στον εχθρό όλο και νέα τμήματα εργατών, όλο και πιο πολυάριθμα, όλο και πιο πλουτισμένα με πείρα, όλο και πιο ατσαλωμένα μέσα στις δυσκολίες του αγώνα.
Ετσι, ακριβώς έτσι έχει τώρα το ζήτημα στη Ρωσία. Μεμονωμένα και σκόρπια δε θα νικήσουμε την πείνα και την ανεργία. Χρειάζεται μια μαζική «σταυροφορία» των πρωτοπόρων εργατών σε όλες τις γωνιές της απέραντης χώρας. Χρειάζονται δέκα φορές περισσότερα σιδερένια τμήματα του συνειδητού και απεριόριστα αφοσιωμένου στον κομμουνισμό προλεταριάτου. Τότε θα νικήσουμε την πείνα και την ανεργία. Τότε θα ανεβάσουμε την επανάσταση ως τα πραγματικά πρόθυρα του σοσιαλισμού. Τότε θα γίνουμε ικανοί να διεξάγουμε και ένα νικηφόρο αμυντικό πόλεμο ενάντια στους ιμπεριαλιστές ληστές.
22/V. 1918. Ν. Λένιν
«Πράβντα», αρ. φύλ. 101, 24 του Μάη 1918
(Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της Εφημερίδας «Πράβντα»)
πηγή ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ηταν 21 Γενάρη του 1924 που η καρδιά του Βλαντιμίρ Ιλιτς Ουλιάνοφ Λένιν έπαψε να χτυπά. Μα η κληρονομιά που άφησε τον κράτησε και τον κρατά ζωντανό στην καρδιά και το νου των απλών ανθρώπων του μόχθου.
Το τεράστιο ιστορικό έργο του Λένιν αποκαλύπτει ότι το σύνθημα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» προβάλλει ως η μόνη ελπίδα των λαών σήμερα. Ο καπιταλισμός είναι ιστορικά ξεπερασμένος. Η οικονομική κρίση του στις μέρες μας αποκαλύπτει ότι τα ιστορικά του όρια είναι ξεπερασμένα.
To όνομα του Λένιν είναι ταυτισμένο με τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Αλλά η επανάσταση δεν είναι έργο μιας πράξης. Πίσω από το συγκεκριμένο γεγονός, τομή στην Ιστορία της ανθρωπότητας γιατί άνοιγε ο δρόμος του περάσματος από τις ταξικές κοινωνίες στον κομμουνισμό, την αταξική κοινωνία, υπάρχει ένα τεράστιο επαναστατικό έργο, συνέχεια του έργου των Μαρξ - Ενγκελς. Αλλά και μετά την πραγματοποίηση της Επανάστασης, υπάρχει η πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, τις βάσεις της οποίας, θεωρητικά και πρακτικά, ανέπτυξε ο Λένιν.
Ο Λένιν, λοιπόν, είναι ταυτισμένος με την επαναστατική θεωρία της εργατικής τάξης, την ανάπτυξη του μαρξισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού, αλλά ανέπτυξε και τις θεωρητικές βάσεις της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Ταυτόχρονα, είναι ταυτισμένος με την επαναστατική πρακτική, σπουδαίο, επίσης, ζήτημα και διαλεκτικά δεμένο με τη θεωρία, προκειμένου η εργατική τάξη, να ανταποκριθεί στο ιστορικό έργο του περάσματος των κοινωνιών από τα εκμεταλλευτικά συστήματα στην κατάργηση της εκμετάλλευσης, από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας.
Αυτό το έργο, που δίκαια πήρε τη θέση του στην Ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, ο λενινισμός, είναι ο μαρξισμός στην εποχή του ιμπεριαλισμού, και ο Λένιν αποτελεί μαζί με τους Μαρξ - Ενγκελς τους θεμελιωτές της κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης, για την παγκόσμια νίκη του κομμουνισμού.
Το όνομα - σύμβολο
Ο
Βλαντιμίρ Ιλιτς Ουλιάνοφ, αυτό είναι το πραγματικό όνομα του Λένιν,
είδε για πρώτη φορά το φως της ζωής στις 22 Απρίλη 1870, στην πόλη
Σιμπίρσκ στο Βόλγα.H επαναστατική του δράση ξεκινά από τα νεανικά του χρόνια. Καταπιάνεται με τη μελέτη του μαρξισμού, αλλά και τη διάδοσή του στους εργάτες της Πετρούπολης, με τους οποίους συνδέεται από τα φοιτητικά του χρόνια.
Επιμένει στην προπαγάνδα και τη ζύμωση, εκλαϊκεύοντας το μαρξισμό στους εργάτες, αλλά, ταυτόχρονα, ο ίδιος δουλεύει για την ανάπτυξη του επιστημονικού σοσιαλισμού στη Ρωσία, με πρώτο στόχο την αντιμετώπιση του ναροντνικισμού. Οι ναρόντνικοι πίστευαν και προπαγάνδιζαν ότι η Ρωσία θα φτάσει στο σοσιαλισμό μέσα από την αγροτική κοινότητα. Το έργο του «Ποιοι είναι οι φίλοι του λαού και πώς καταπολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες» είναι σταθμός για τη διάδοση του μαρξισμού στη Ρωσία και την ανάπτυξη της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης και, ταυτόχρονα, ένα αποτελεσματικό θεωρητικό όπλο ενάντια στο ναροντνικισμό.
Επίσης, το έργο του «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», που θεμελιώνει το ρόλο και τις σχέσεις των τάξεων στη Ρωσία και αναδεικνύει τη δυνατότητα της μικρής, αλλά συγκεντρωμένης εργατικής τάξης, να ηγηθεί της επανάστασης, ανοίγει το δρόμο για τη συνένωση της επαναστατικής θεωρίας με το επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία.
«...δώστε μας μια οργάνωση επαναστατών...»
Συμμετέχοντας
και καθοδηγώντας ένα μαρξιστικό όμιλο στην Πετρούπολη, καταπιάνεται με
την ίδρυση επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης σε πανεθνική
κλίμακα και σαν πρώτο βήμα συνενώνει τους μαρξιστικούς πυρήνες στην
Πετρούπολη σε επαναστατική πολιτική οργάνωση, την «Ενωση πάλης για την
απελευθέρωση της εργατικής τάξης», το 1895. Ελεγε δε χαρακτηριστικά:
«... δώστε μας μια οργάνωση επαναστατών - και θα αναποδογυρίσουμε τη
Ρωσία!». Τρία χρόνια αργότερα, το Μάρτη του 1898, συνήλθε στο Μινσκ το
πρώτο, ιδρυτικό Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος,
Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ). Ο Λένιν βρίσκεται στην εξορία, αλλά συμμετέχει ενεργά
ακόμη και απ' αυτές τις τρομερά δύσκολες συνθήκες στην οργάνωση
πανεθνικού επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Συμφωνεί με τα
κυριότερα σημεία του «μανιφέστου» του κόμματος. Αμέσως μετά το συνέδριο,
πιάστηκε όλη η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος, και έτσι, ουσιαστικά,
δεν προχώρησε η ενιαία οργάνωση του κόμματος. Αυτό έγινε κατορθωτό στα
1903, με το δεύτερο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, και υπό την καθοδήγηση του Λένιν
ιδρύεται ουσιαστικά το μπολσεβίκικο κόμμα.Ο Λένιν μελετώντας και αναπτύσσοντας παραπέρα το μαρξισμό στις συνθήκες του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, παίρνοντας ο ίδιος άμεσα μέρος στην πρακτική δράση για την επαναστατική ανύψωση της εργατικής τάξης, επέμενε στην ίδρυση του δικού της κόμματος πάνω στις αρχές που ο ίδιος επεξεργάστηκε και, μάλιστα, σε διάκριση από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς. Ετσι το μπολσεβίκικο κόμμα είναι το πρώτο με τις αρχές του «Κόμματος Νέου Τύπου» που έβαζε το ζήτημα της εξουσίας και του χαρακτήρα της ως «Δικτατορίας του προλεταριάτου». Είναι χαρακτηριστική η πάλη που διεξήγαγε στο δεύτερο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ για το πρώτο άρθρο του καταστατικού, ενάντια στις οπορτουνιστικές αντιλήψεις που ήθελαν κάθε απεργό εργάτη και μέλος του κόμματος. Σ' αυτό αντέτασσε ότι το μέλος του κόμματος, πρέπει να ανήκει σε μια από τις οργανώσεις του και να πληρώνει τη συνδρομή του, συμφωνώντας με το πρόγραμμά του. Ηταν, επίσης, από την αρχή της ίδρυσης του κόμματος επίμονος και αποφασιστικός για δημιουργία κόμματος ενιαίου, σε πανεθνική κλίμακα, με κεντρικό καθοδηγητικό όργανο, που εφαρμόζει την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Με επικεφαλής τον Λένιν, το μπολσεβίκικο κόμμα μπαίνει μπροστάρης της ταξικής πάλης του προλεταριάτου και των άλλων καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων, κυρίως της φτωχής αγροτιάς και των μισοπρολετάριων της Ρωσίας και οδηγεί ως τη νίκη με την κατάληψη της εξουσίας, την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, στη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση. Καθόρισε επίσης τον καθοδηγητικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος, όχι μόνο στην κατάληψη της εξουσίας, αλλά και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.
Ο μαρξισμός της εποχής του ιμπεριαλισμού
Ο
λενινισμός είναι ο μαρξισμός της εποχής του ιμπεριαλισμού και των
προλεταριακών επαναστάσεων, της εποχής του περάσματος της ανθρωπότητας
από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και της οικοδόμησης της
κομμουνιστικής κοινωνίας.Στα έργα του, ο Λένιν ανέπτυξε και συγκεκριμενοποίησε παραπέρα όλα τα συστατικά μέρη του μαρξισμού - τη φιλοσοφία, την πολιτική οικονομία και τον επιστημονικό κομμουνισμό. Οι θεωρητικές επεξεργασίες του για τον ιμπεριαλισμό, σαν ανώτατο και τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, η στρατηγική και η τακτική για τη σοσιαλιστική επανάσταση αποτελεί ισχυρό όπλο για την πάλη της παγκόσμιας εργατικής τάξης στις σύγχρονες συνθήκες.
Ο Λένιν ήταν φανατικός πολέμιος κάθε αναθεωρητικής και ρεφορμιστικής διαστρέβλωσης της επαναστατικής θεωρίας. Ηταν φανατικός αντίπαλος στον οπορτουνισμό των Ρώσων μενσεβίκων και των ηγετών της Δεύτερης Διεθνούς, Κάουτσκι και Σία, που είχαν ουσιαστικά απαρνηθεί τις αρχές του μαρξισμού και κατόπιν έγιναν άσπονδοι εχθροί της σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοβιετικής εξουσίας όταν αυτή είχε ήδη νικήσει στη Ρωσία. Ο ίδιος θεωρούσε ως έναν από τους πιο βασικούς όρους για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης την αδιάλλακτη πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι με τη μελέτη του ιμπεριαλισμού, και το αναπόφευκτο των πολέμων στην εποχή του για το μοίρασμα του κόσμου, καθόρισε και την τακτική της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου από την εργατική τάξη των εμπόλεμων ιμπεριαλιστικών κρατών, σε εμφύλιο πόλεμο για την ανατροπή της αστικής τάξης από την εξουσία. Τακτική, η οποία δικαιώθηκε με την Οχτωβριανή Επανάσταση. Τόλμησε, επίσης, και δικαιώθηκε, να αντιταχθεί στη Δεύτερη Διεθνή, ως την αποχώρηση των μπολσεβίκων και όλων των συνεπών επαναστατικών δυνάμεων απ' αυτήν, προκειμένου να ιδρυθούν στην πορεία επαναστατικά, κομμουνιστικά κόμματα, για να καθοδηγήσουν την ταξική πάλη της εργατικής τάξης, κόντρα στην παλιά σοσιαλδημοκρατία, που συμβιβάστηκε με την αστική τάξη και στην πορεία διαχειρίστηκε και τα συμφέροντά της ενάντια στους λαούς. Οι μπολσεβίκοι σήκωσαν ψηλά τη σημαία του διεθνισμού και με την καθοδήγηση του Λένιν έκαναν στη διάρκεια του πολέμου αποτελεσματική πάλη για τη συσπείρωση όλων των διεθνιστικών στοιχείων, για την ίδρυση της τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση σήμανε τη γέννηση του νέου, του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το χωρισμό του κόσμου σε δυο ριζικά αντίθετα συστήματα. Και παρά το γεγονός ότι στην αρχή ήταν ακόμα αδύναμο από υλική και τεχνική άποψη, το σοσιαλιστικό σύστημα απέδειξε τις ενδογενείς δυνάμεις του νέου καθεστώτος, το οποίο γεννήθηκε με τη σοσιαλιστική επανάσταση, με τη δημιουργική δράση των λαϊκών μαζών.
Ο Λένιν επεξεργάστηκε τη δυνατότητα να σπάσει η αλυσίδα του ιμπεριαλισμού με την απόσπαση κρατών απ' αυτόν, αναπτύσσοντας τη θεωρία του αδύνατου κρίκου. Θεμελίωσε επιστημονικά τη δυνατότητα της νίκης του σοσιαλισμού αρχικά σε μια ή σε μερικές χώρες. Η Ρωσία το 1917 ήταν ακριβώς ο αδύνατος κρίκος στην αλυσίδα του διεθνούς ιμπεριαλισμού, στην περίοδο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού.
Η επαναστατική διορατικότητα του Λένιν στηριγμένη πάνω στη βαθιά μαρξιστική του μόρφωση, σε συνδυασμό με την ικανότητά του να εκτιμά σωστά την κάθε φάση εξέλιξης του καπιταλισμού και των ταξικών κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων του έδιναν τη δυνατότητα ακόμη και στις πιο απότομες καμπές της Ιστορίας να προσεγγίζει σωστά τα ζητήματα στρατηγικής, να καθορίζει σωστά τα καθήκοντα του κόμματος έτσι που η επαναστατική διαδικασία να τραβά μπροστά. Αυτό φάνηκε και από τη θετική πείρα της Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, όπου ο Λένιν με τις «Θέσεις του Απρίλη», αλλάζει την προγενέστερη στρατηγική επεξεργασία του Κόμματος των Μπολσεβίκων, που αφορούσε την περίοδο 1905 έως το Φλεβάρη του 1917, μέχρι τότε δηλαδή που υπήρχε ακόμα στη Ρωσία φεουδαρχική πολιτική εξουσία με τη μορφή της τσαρικής απολυταρχίας.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο Λένιν είχε προσδιορίσει έναν ενδιάμεσο στόχο ανάμεσα στη φεουδαρχική και την εργατική και όχι ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία. Εναν ενδιάμεσο στόχο με τη μορφή της «Επαναστατικής Δημοκρατικής Δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» ή μιας «προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης», κυρίως των αγροτών - μικροαστών, στην οποία δεν απέκλειε, υπό όρους, τη συμμετοχή εκπροσώπων (πληρεξουσίων) του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Η επανάσταση του Φλεβάρη έφερε στην εξουσία μια αστική κυβέρνηση, ενώ διατηρούνταν η επαναστατική κατάσταση, με την εργατική τάξη και την αγροτιά ένοπλα οργανωμένες στα σοβιέτ.
Με τις «Θέσεις του Απρίλη» (1917), ο Λένιν έθεσε άμεσα το στόχο της εργατικής εξουσίας, έτσι ώστε το Κόμμα των Μπολσεβίκων να προετοιμάσει και να πραγματοποιήσει με επιτυχία τη Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία. Ο Λένιν αξιοποίησε την άρνηση - αδυναμία της αστικής κυβέρνησης, από το Φλεβάρη 1917 και στη συνέχεια, να αντιμετωπίσει οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, όπως του πολέμου και της επιβίωσης εκατομμυρίων φτωχών αγροτών και εργατών. Η επαναστατική εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου - και όχι κάποια ενδιάμεση εξουσία - έλυσε τα προβλήματα της ειρήνης, της γης στους αγρότες, της ισοτιμίας των γυναικών, των εθνοτήτων, γενικά τα λεγόμενα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Το ίδιο μπορούμε με σιγουριά να διαπιστώσουμε και στα ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού, όπως φαίνεται μέσα από τα έργα του που ήταν οδηγός στη δράση της Σοβιετικής Εξουσίας.
Η σοσιαλιστική εξουσία δεν παραλαμβάνει έτοιμες τις κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι σοσιαλιστικές - κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής πρέπει να δημιουργηθούν. Πάνω σ' αυτό το κρίσιμο ζήτημα αναφέρεται το έργο «Η οικονομία και η πολιτική στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου», το οποίο αναφέρει: «Θεωρητικά ανάμεσα στον καπιταλισμό και στον κομμουνισμό υπάρχει μια ορισμένη μεταβατική περίοδος (...) Η μεταβατική αυτή περίοδος δεν μπορεί παρά να είναι περίοδος πάλης ανάμεσα στον καπιταλισμό που πεθαίνει και στον κομμουνισμό που γεννιέται ή με άλλα λόγια ανάμεσα στον καπιταλισμό που ηττήθηκε μα δεν εξοντώθηκε και στον κομμουνισμό που γεννήθηκε μα είναι ακόμα πολύ αδύνατος»1.
Τα άμεσα καθήκοντα
Το
έργο «Κράτος και Επανάσταση» γράφτηκε λίγους μήνες πριν το Νοέμβρη του
1917, όμως εκδόθηκε μετά την επανάσταση. Το κείμενο εξετάζει από
θεωρητική σκοπιά το κρίσιμο ζήτημα της δικτατορίας της εργατικής τάξης,
το δημιουργικό της ρόλο στην οικοδόμηση των νέων σχέσεων παραγωγής και
τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντελεστούν, ώστε, περνώντας στην
αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, να απονεκρωθεί το κράτος. Στο
κείμενο γίνεται διάκριση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των βαθμίδων
ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας.Το έργα του «Τα άμεσα καθήκοντα της Σοβιετικής Εξουσίας» και «Για τα αριστερά παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό» έχουν γραφτεί από το Μάρτη έως το Μάη 1918, την περίοδο που η επανάσταση είχε αρχικά σταθεροποιηθεί και δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η ιμπεριαλιστική επέμβαση. Μεταξύ των καθηκόντων που αντιμετώπιζε το Κόμμα των Μπολσεβίκων ήταν το ζήτημα της καταγραφής και του ελέγχου της παραγωγής, του δυναμώματος της πειθαρχίας στην παραγωγή, της κομμουνιστικής στάσης απέναντι στην εργασία. Απέναντι σε αυτά τα ζητήματα «ζωής και θανάτου» για την επανάσταση εκφράστηκε η αντίδραση των «αριστερών κομμουνιστών», που εξέφραζαν τη μικροαστική αντίδραση των μικροπαραγωγών ως προς την εργασιακή πειθαρχία και την οργάνωση της παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα.
Ενα από τα πιο σημαντικά του έργα είναι «Η Μεγάλη πρωτοβουλία. Για τον ηρωισμό των εργατών στα μετόπισθεν. Από αφορμή τα κομμουνιστικά Σάββατα». Γράφτηκε σε συνθήκες που είχε ξεκινήσει η ιμπεριαλιστική επέμβαση και αναδείχνει τη σημασία που έχει η πάλη των εργατών όχι μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στο πεδίο της οικονομικής οικοδόμησης. Ο Λένιν δίνει την κατεύθυνση για το ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων, που αποτελεί στόχο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης: «Είναι φανερό ότι για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων πρέπει όχι μόνο να ανατραπούν οι εκμεταλλευτές, οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές, όχι μόνο να καταργηθεί η ιδιοκτησία τους, πρέπει ακόμα να καταργηθεί και κάθε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πρέπει να εξαλειφθεί τόσο η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, όσο και η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους της σωματικής και τους ανθρώπους της πνευματικής εργασίας»2.
Ο αναντικατάστατος ρόλος του κόμματος
Στην
ίδια αυτή εργασία τονίζεται ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης στην
οικοδόμηση και ο καθοδηγητικός ρόλος του κόμματός της, η δύναμη του
προσωπικού παραδείγματος και της αυτοθυσίας των κομματικών μελών στην
καθοδήγηση της εργατικής τάξης, στο τράβηγμα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση
εργατών με διαφορετικό επίπεδο συνείδησης.Βασική εκτίμηση των μενσεβίκων και των σοσιαλδημοκρατών της Β' Διεθνούς ήταν πως η Ρωσική Επανάσταση ήταν ανώριμη, πρόωρη και δε θα μπορούσε να προχωρήσει στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης της Ρωσίας.
Η άποψη αυτή όμως επέδρασε και μέσα στις γραμμές του κόμματος, λόγω της πίεσης από τις δυσκολίες κατά τα πρώτα χρόνια και από την καθυστέρηση που υπήρχε στην άμεση εμφάνιση θεαματικών αποτελεσμάτων. Αυτή την τάση εξέφραζαν ηττοπαθείς απόψεις, όπως του Τρότσκι, που υποστήριζε πως ο σοσιαλισμός δε θα μπορούσε να οικοδομηθεί στη Ρωσία αν δε δεχόταν εξωτερική κρατική βοήθεια. Στη βάση της ηττοπάθειας και της οπισθοχώρησης διαμορφώνονταν παρεκκλίσεις και ομαδοποιήσεις.
Το άρθρο «Νέοι καιροί, παλιά λάθη με νέα μορφή» γράφτηκε τον Αύγουστο του 1921. Διαβάζοντάς το, ο αναγνώστης μπορεί ν' αποκτήσει μια πλήρη και σύντομη σκιαγραφία των ρευμάτων που εναντιώθηκαν στον μπολσεβικισμό, είτε από «αριστερά» είτε από «δεξιά», καλλιεργούσαν την ηττοπάθεια, διακηρύσσοντας την ήττα της επανάστασης.
Ο αναντικατάστατος ρόλος του κόμματος πολεμήθηκε πολλές φορές μετά την επανάσταση. Κατά την αντεπαναστατική εξέγερση της Κρονστάνδης κωδικοποιήθηκε στο σύνθημα «Σοβιέτ χωρίς τους μπολσεβίκους».
Το έργο του «Για την ενότητα του Κόμματος και την Αναρχοσυνδικαλιστική Παρέκκλιση» αποτελείται από την εισήγηση και τον τελικό λόγο στο 10ο Συνέδριο του ΚΚ(μπ). Αφορά τις παρεκκλίσεις «εργατική αντιπολίτευση» και «ομάδα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», οι οποίες αγνοούσαν τη συνέχιση της ταξικής πάλης κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και το ρόλο του κράτους και του κόμματος της εργατικής τάξης σε αυτή, καθώς και στην ανάπτυξη της οικονομίας με βάση τον κεντρικό σχεδιασμό. Θέση αυτών των ομάδων ήταν πως «η οργάνωση και διεύθυνση της λαϊκής οικονομίας ανήκει στο πανρωσικό συνέδριο των παραγωγών, που ενώνονται σε παραγωγικά επαγγελματικά σωματεία, τα οποία εκλέγουν το κεντρικό όργανο που διευθύνει ολόκληρη τη λαϊκή οικονομία της Δημοκρατίας»3. Ο Λένιν, βλέποντας ακριβώς τη συνέχιση της ταξικής πάλης, αντέτεινε: «Ο Μαρξ και ο Ενγκελς πάλευαν αμείλικτα ενάντια στους ανθρώπους που ξεχνούσαν τη διαφορά ανάμεσα στις τάξεις, που μιλούσαν για παραγωγούς, για λαό, για εργαζόμενους γενικά. Δεν υπάρχουν εργαζόμενοι γενικά ή δουλευτάδες γενικά, αλλά υπάρχει είτε ο μικρονοικοκύρης κάτοχος μέσων παραγωγής, που όλη η ψυχολογία του και όλες οι συνήθειές του στη ζωή είναι καπιταλιστικές - και που δεν μπορούν να είναι διαφορετικές - είτε ο μισθωτός εργάτης με ολότελα διαφορετική ψυχολογία, ο μισθωτός εργάτης της μεγάλης βιομηχανίας, που βρίσκεται σε ανταγωνισμό, σε αντίθεση, σε πάλη με τους καπιταλιστές»4. Πρέπει να σημειώσουμε ότι το 10ο Συνέδριο του ΚΚ(μπ) ήταν το συνέδριο που αποφάσισε την απαγόρευση κάθε φραξιονιστικής δραστηριότητας στις γραμμές του κόμματος.
Με τον πρωτοπόρο και καθοδηγητικό ρόλο του κόμματος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση συνδέεται και το κείμενο του Λένιν με τίτλο «Πώς να αναδιοργανώσουμε την Εργατοαγροτική Επιθεώρηση», γραμμένο το Γενάρη του 1923, ως πρόταση προς το 12ο Συνέδριο του Κόμματος. Για την αντιμετώπιση των δυσκολιών στη λειτουργία της Εργατοαγροτικής Επιθεώρησης πρότεινε την άμεση στελέχωσή της με τους πιο πρωτοπόρους κομμουνιστές: «Πώς ενεργούσαμε στις πιο επικίνδυνες στιγμές του εμφυλίου πολέμου; Συγκεντρώναμε τις καλύτερες κομματικές μας δυνάμεις στον Κόκκινο Στρατό. Καταφεύγαμε στην επιστράτευση των καλύτερων εργατών μας (...) Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει λοιπόν να ψάξουμε για να βρούμε την πηγή για την αναδιοργάνωση της εργατοαγροτικής επιθεώρησης»5.
Μια δύσκολη πορεία με πολλές αντιθέσεις
Το κείμενο της μπροσούρας «Για το φόρο σε είδος (η σημασία της Νέας Πολιτικής και οι όροι της)»
αφορά την περίοδο που η εργατική εξουσία στη Ρωσία έχει νικήσει στον
εμφύλιο πόλεμο και έχει αποκρουστεί η ιμπεριαλιστική επέμβαση. Τα άμεσα
καθήκοντα που έμπαιναν είναι η τροφοδοσία των πόλεων σε τρόφιμα, η άμεση
λειτουργία της παραγωγής, ο εφοδιασμός της παραγωγής με καύσιμα και
πρώτες ύλες, αλλά και το πολύ σημαντικό καθήκον της διατήρησης της
συμμαχίας της εργατικής τάξης με την τεράστια μάζα της αγροτιάς. Για το
στέριωμα αυτής της συμμαχίας η εργατική εξουσία έπρεπε να έχει στα χέρια
της τα απαραίτητα εφόδια που προέρχονται από τη βιομηχανία για την
ανταλλαγή με τους αγρότες. Επίσης, για να προχωρήσει η ανάπτυξη της
παραγωγικότητας στο χωριό (η συνεταιριστικοποίηση σε εκείνη τη φάση),
απαιτούνταν η άνοδος της βιομηχανίας που θα τροφοδοτούσε, μέσω της
σοσιαλιστικής παραγωγής, το χωριό με αγροτικά μηχανήματα, εργαλεία,
λιπάσματα, αλλά και είδη ατομικής κατανάλωσης. Ετσι αποφασίστηκε η
εφαρμογή της ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική), δηλαδή η εκχώρηση
επιχειρήσεων σε πρώην καπιταλιστές της Ρωσίας ή σε ξένους καπιταλιστές,
για να τις λειτουργήσουν για ένα χρονικό διάστημα, η προσέλκυση μέσω
αυτών νέας τεχνολογίας και εξοπλισμού, η προσέλκυση αστών ειδικών στην
παραγωγή.Ολα αυτά, χωρίς να συνιστούν γενική νομοτέλεια της επανάστασης, σήμαιναν προσωρινή και χρονικά περιορισμένη υποχώρηση από τις σοσιαλιστικές σχέσεις, που σ' αυτές τις συνθήκες υπήρξε απαραίτητη. Στην αγροτική παραγωγή αντικαταστάθηκε η άμεση συγκέντρωση της παραγωγής με το «φόρο σε είδος». Η πάλη για τη στερέωση της συμμαχίας της εργατικής τάξης με την αγροτιά ήταν μια δύσκολη πορεία με διάφορες αντιθέσεις. Στηριζόταν στην ανάγκη εξάλειψης των κουλάκων, στην ανάγκη της μελλοντικής ανάπτυξης των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή. Η γραμμή των μπολσεβίκων αποτυπωνόταν ως εξής: «Σήμερα το προλεταριάτο (...) Καθοδηγεί την αγροτιά. Τι σημαίνει να καθοδηγείς την αγροτιά; Αυτό σημαίνει πρώτο να ακολουθείς τη γραμμή της εξάλειψης των τάξεων και όχι τη γραμμή του μικροπαραγωγού. Αν ξεστρατίζαμε από τη ριζική και βασική αυτή γραμμή, τότε θα παύαμε να είμαστε σοσιαλιστές και θα ξεπέφταμε στο στρατόπεδο των μικροαστών...»6.
Στο παραπάνω πνεύμα για τη συμμαχία εργατικής τάξης και αγροτιάς είναι τα κείμενα του Λένιν «Λόγος στο Ι Συνέδριο των γεωργικών Κομμούνων και των αγροτικών συνεταιρισμών», που χρονικά προηγείται (Δεκέμβρης 1919) και «Για το συνεταιρισμό», που ακολουθεί (Γενάρης 1923).
Το άρθρο «Η σημασία του χρυσού τώρα και ύστερα από την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού» γράφτηκε το Νοέμβρη του 1921, στην περίοδο της ΝΕΠ και σε στιγμή που το άμεσο σύνθημα ήταν αυτό της ενίσχυσης του εμπορίου ως «μόνης δυνατής οικονομικής σύνδεσης ανάμεσα στα δεκάδες εκατομμύρια μικρογεωργούς και τη μεγάλη βιομηχανία». Στο ίδιο άρθρο προβάλλεται η προοπτική να καταργηθεί η εμπορευματική κυκλοφορία και το χρήμα ως γενικό ισοδύναμο εμπόρευμα με την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Λένιν για το χρυσό, μετά την κατάργηση του χρήματος: «Θα φτιάξουμε νομίζω από χρυσό δημόσια αποχωρητήρια στους δρόμους ορισμένων από τις μεγάλες πόλεις του κόσμου»7. Αναλυτικά για το πώς έμπαιναν τα πρακτικά καθήκοντα σε σχέση με την ανάπτυξη της ανταλλαγής ανάμεσα στην αγροτική παραγωγή και τη βιομηχανία, μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης και στο έργο «Εντολή του ΣΕΑ (Συμβουλίου Εργασίας και Αμυνας) προς τα τοπικά σοβιετικά όργανα» που είχε δημοσιευθεί το Μάη του 1921 σε ξεχωριστή μπροσούρα.
Το έργο του «Σχετικά με το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου» αποτελεί επιστολή του Λένιν προς τον Στάλιν, το Δεκέμβρη του 1922, για τη συζήτηση στην Ολομέλεια της ΚΕ. Ο Λένιν αντιπαρατίθεται με την άποψη του Μπουχάριν και προβάλλει την ανάγκη να συνεχιστεί η διεξαγωγή του εξωτερικού εμπορίου της ΕΣΣΔ αποκλειστικά από το κράτος και να απαγορεύεται η αντιπροσώπευση από άλλους οργανισμούς.
Ενα, επίσης, σημαντικό έργο του απαντάει από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού σε όσους θεωρούσαν την Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση ανώριμη, το οποίο έχει διαχρονική σημασία για τη στρατηγική του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Είναι το έργο με τίτλο «Για την επανάστασή μας (Από αφορμή τα σημειώματα του Ν. Σουχάνοφ)», γραμμένο το Γενάρη του 1923, το οποίο ασκεί πολεμική στις απόψεις του μενσεβίκου Σουχάνοφ και σε όλους αυτούς που «ονομάζουν τον εαυτό τους μαρξιστή, καταλαβαίνουν όμως το μαρξισμό υπερβολικά σχολαστικά. Δεν κατάλαβαν καθόλου το κύριο στο μαρξισμό: Συγκεκριμένα την επαναστατική διαλεκτική του (...)
Προβάλλουν, λόγου χάρη, ένα απίθανα σχηματικό επιχείρημα, που το έχουν αποστηθίσει στο διάστημα της ανάπτυξης της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και που έγκειται στο ότι δεν ωριμάσαμε ακόμη για το σοσιαλισμό, ότι δεν έχουμε, όπως εκφράζονται οι διάφοροι "φωστήρες" απ' αυτούς τους κυρίους, τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό. Και δεν έρχεται σε κανενός το μυαλό να αναρωτηθεί: Μα δεν μπορούσε άραγε ένας λαός που βρέθηκε μπροστά σε μια επαναστατική κατάσταση, όπως αυτή που δημιουργήθηκε στον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δεν μπορούσε μήπως ο λαός αυτός, όταν επέδρασε πάνω του το αδιέξοδο της κατάστασής του, να ριχτεί σε μια τέτοια πάλη που θα του έδινε έστω και μια πιθανότητα να κατακτήσει όχι εντελώς συνηθισμένες συνθήκες για την ανάπτυξη του πολιτισμού του; (...)
Αν για τη δημιουργία του σοσιαλισμού απαιτείται ένα ορισμένο επίπεδο πολιτισμού (αν και κανένας δεν μπορεί να πει ποιο είναι ακριβώς αυτό το ορισμένο "επίπεδο πολιτισμού" γιατί κάθε δυτικοευρωπαϊκό κράτος έχει και διαφορετικό επίπεδο) τότε γιατί δεν μπορούμε ν' αρχίσουμε πρώτα από την κατάκτηση με επαναστατικό τρόπο των προϋποθέσεων γι' αυτό το ορισμένο επίπεδο και μετά πια, βασισμένοι στην εργατοαγροτική εξουσία και στο σοβιετικό καθεστώς, να προχωρήσουμε για να φτάσουμε τους άλλους λαούς;»8.
Σημειώσεις:
1. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 179.
2. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 161.
3. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 326.
4. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 327-328.
5. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 539.
6. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 454.
7. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 487.
8. Β. Ι. Λένιν: «Για τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 531, 533.
Κείμενα του Λένιν
Στο σημερινό ένθετο «Ιστορία» παρουσιάζουμε έργα του Λένιν που έχουν άμεση σχέση με την επικαιρότητα, όπως, «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», που έχει άμεση σχέση με τις τωρινές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αποσπάσματα από το έργο του «Χαρακτηρισμός του οικονομικού ρομαντισμού - Ο Σισμόντι και οι φίλοι του», που απαντά στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης και στις λαθεμένες θεωρίες για τις αιτίες της, και την «Εκκληση προς τους εργάτες της Πετρούπολης για την οργάνωση τμημάτων επισιτισμού»,
που δείχνει την οξύτατη ταξική πάλη αμέσως μετά την κατάληψη της
εξουσίας από την εργατική τάξη με τους καπιταλιστές και το ρόλο της
δικτατορίας του προλεταριάτου ως εξουσίας των εργατών.
Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης
Στη
«Σοτσιάλ - Ντεμοκράτ», αρ. φύλ. 40, ανακοινώσαμε ότι η Συνδιάσκεψη των
Τμημάτων Εξωτερικού του κόμματός μας αποφάσισε να αναβάλει το ζήτημα του
συνθήματος «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», ωσότου συζητηθεί στον Τύπο η οικονομική πλευρά του.Η συζήτηση που έγινε πάνω σ' αυτό το ζήτημα στη συνδιάσκεψή μας πήρε μονόπλευρα πολιτικό χαρακτήρα. Αυτό εν μέρει ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι στη διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής το σύνθημα αυτό διατυπώνεται καθαρά σαν πολιτικό («το άμεσο πολιτικό σύνθημα...» - λέει η διακήρυξη) και, ταυτόχρονα, δε διατυπώνεται μόνο το σύνθημα των δημοκρατικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, μα και υπογραμμίζεται ειδικά ότι «χωρίς την επαναστατική ανατροπή της γερμανικής, της αυστριακής και της ρωσικής μοναρχίας» το σύνθημα αυτό είναι παράλογο και απατηλό.
Δε θα ήταν καθόλου σωστό να φέρει κανείς αντιρρήσεις στην τέτοια τοποθέτηση του ζητήματος μέσα στα πλαίσια της πολιτικής εκτίμησης του συνθήματος αυτού. Λόγου χάρη, από την άποψη ότι επισκιάζει ή αδυνατίζει κτλ. το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι πολιτικοί μετασχηματισμοί προς μια πραγματικά δημοκρατική κατεύθυνση κι ακόμη περισσότερο οι πολιτικές επαναστάσεις δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση, ποτέ και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ούτε να επισκιάσουν, ούτε ν' αδυνατίσουν το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αντίθετα, τη φέρνουν πάντα πιο κοντά, πλαταίνουν τη βάση της, εντάσσουν στο σοσιαλιστικό αγώνα νέα στρώματα μικροαστών και μισοπρολεταριακών μαζών. Και από το άλλο μέρος οι πολιτικές επαναστάσεις είναι αναπόφευκτες στην πορεία της σοσιαλιστικής επανάστασης, που δεν μπορούμε να τη βλέπουμε σαν μια μόνο πράξη, μα πρέπει να τη βλέπουμε σαν εποχή θυελλωδών πολιτικών και οικονομικών κλονισμών, σαν εποχή της πιο οξυμένης ταξικής πάλης, εμφυλίου πολέμου, επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων.
Αν, όμως, το σύνθημα των δημοκρατικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την επαναστατική ανατροπή των τριών αντιδραστικότατων μοναρχιών της Ευρώπης, μ' επικεφαλής τη ρωσική μοναρχία, είναι τελείως άψογο σαν πολιτικό σύνθημα, ωστόσο μένει ακόμη ένα σπουδαιότατο ζήτημα, το ζήτημα του οικονομικού περιεχομένου και της οικονομικής σημασίας αυτού του συνθήματος. Από την άποψη των οικονομικών όρων του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαγωγής κεφαλαίων και του μοιράσματος του κόσμου από τις «προηγμένες» και «πολιτισμένες» αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς, είτε είναι απραγματοποίητες, είτε είναι αντιδραστικές.
Το κεφάλαιο έγινε διεθνές και μονοπωλιακό. Ο κόσμος είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε μια χούφτα μεγάλες Δυνάμεις, δηλαδή Δυνάμεις που έχουν επιτυχίες στη μεγάλη καταλήστευση και καταπίεση των εθνών. Τέσσερις μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Γερμανία, με πληθυσμό 250 - 300 εκατομμύρια και με έκταση περίπου 7 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, έχουν αποικίες με πληθυσμό σχεδόν μισό δισεκατομμύριο (494,5 εκατομμύρια) και με έκταση 64,6 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή σχεδόν τη μισή υδρόγειο σφαίρα (133 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, χωρίς τις πολικές περιοχές). Προσθέστε σ' αυτά τα τρία ασιατικά κράτη: Την Κίνα, την Τουρκία και την Περσία, που τώρα τα διαμελίζουν οι ληστές που διεξάγουν «απελευθερωτικό» πόλεμο, δηλαδή: Η Ιαπωνία, η Ρωσία, η Αγγλία και η Γαλλία. Αυτά τα τρία ασιατικά κράτη, που μπορούμε να τα ονομάσουμε μισοαποικίες (στην πραγματικότητα, είναι τώρα κατά τα 9/10 αποικίες), έχουν 360 εκατομμύρια πληθυσμό και έκταση 14,5 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα (δηλαδή, σχεδόν 1,1/2 φορά μεγαλύτερη έκταση από την έκταση όλης της Ευρώπης).
Σε συνέχεια: Η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία έχουν τοποθετήσεις στο εξωτερικό όχι μικρότερες από 70 δισεκατομμύρια ρούβλια. Για να εισπράττουν το «θεμιτό» εισοδηματάκι τους από το στρογγυλούτσικο αυτό ποσό - ένα εισοδηματάκι που ξεπερνάει τα τρία δισεκατομμύρια ρούβλια το χρόνο - υπάρχουν οι εθνικές επιτροπές των εκατομμυριούχων, που ονομάζονται κυβερνήσεις, που διαθέτουν στρατό και πολεμικό στόλο και «τοποθετούν» στις αποικίες και στις μισοαποικίες τα χαϊδεμένα παιδιά και τα αδέλφια «του κυρίου δισεκατομμυρίου» σαν αντιβασιλείς, προξένους, πρεσβευτές, κάθε λογής υπαλλήλους, παπάδες και άλλες βδέλλες.
Ετσι είναι οργανωμένη, στην εποχή της ανώτατης ανάπτυξης του καπιταλισμού, η καταλήστευση ενός περίπου δισεκατομμυρίου πληθυσμού της Γης από μια χούφτα μεγάλες Δυνάμεις. Και είναι αδύνατο μέσα στον καπιταλισμό να υπάρξει διαφορετική οργάνωση. Να παραιτηθούν από τις αποικίες, από τις «σφαίρες επιρροής», από την εξαγωγή κεφαλαίων; Το να σκέπτεται κανείς έτσι, σημαίνει ότι κατεβαίνει στο επίπεδο ενός παπά, που κάθε Κυριακή κηρύσσει στους πλουσίους το μεγαλείο του χριστιανισμού και τους συμβουλεύει να δωρίζουν στους φτωχούς... αν όχι μερικά δισεκατομμύρια, τουλάχιστο μερικές εκατοντάδες ρούβλια το χρόνο.
Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης στις συνθήκες του καπιταλισμού θα ισοδυναμούσαν με συμφωνία για το μοίρασμα των αποικιών. Στον καπιταλισμό, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη βάση, άλλη αρχή μοιρασιάς, εκτός από τη δύναμη. Ο δισεκατομμυριούχος δεν μπορεί να μοιράσει με οποιονδήποτε άλλον «το εθνικό εισόδημα» μιας καπιταλιστικής χώρας παρά μόνο: «Ανάλογα με το κεφάλαιο» (κι ακόμη πρέπει να προσθέσουμε ότι το μεγαλύτερο κεφάλαιο θα πάρει περισσότερα απ' όσα του αναλογούν). Ο καπιταλισμός σημαίνει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και αναρχία στην παραγωγή. Το να κηρύσσει κανείς μια «δίκαιη» μοιρασιά του εισοδήματος σε μια τέτοια βάση είναι προυντονισμός, στενοκεφαλιά μικροαστού και φιλισταίου. Το μοίρασμα δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, παρά «σύμφωνα με τη δύναμη». Η δύναμη, όμως, αλλάζει με την πορεία της οικονομικής εξέλιξης. Υστερα από το 1871, η Γερμανία δυνάμωσε 3 - 4 φορές πιο γρήγορα από την Αγγλία και τη Γαλλία. Η Ιαπωνία δυνάμωσε δέκα φορές πιο γρήγορα από τη Ρωσία. Για να ελεγχθεί η πραγματική δύναμη ενός καπιταλιστικού κράτους, δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει άλλο μέσο εκτός από τον πόλεμο. Ο πόλεμος δεν αντιφάσκει στις βάσεις της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά είναι η άμεση και αναπόφευκτη ανάπτυξη αυτών των βάσεων. Στις συνθήκες του καπιταλισμού, είναι αδύνατη μια ισόμετρη οικονομική ανάπτυξη των διαφόρων οικονομιών και των διαφόρων κρατών. Στις συνθήκες του καπιταλισμού, δεν μπορεί να υπάρχουν άλλα μέσα για την αποκατάσταση από καιρό σε καιρό της παραβιασμένης ισορροπίας, εκτός από τις κρίσεις στη βιομηχανία και τους πολέμους στην πολιτική.
Φυσικά, είναι δυνατές προσωρινές συμφωνίες ανάμεσα σε καπιταλιστές και ανάμεσα σε κράτη. Μ' αυτήν την έννοια, μπορεί να δημιουργηθούν και οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης σαν συμφωνία των Ευρωπαίων καπιταλιστών... Με ποιο σκοπό; Μόνο με το σκοπό να πνίξουν από κοινού το σοσιαλισμό στην Ευρώπη, να περιφρουρήσουν από κοινού τις ληστεμένες αποικίες ενάντια στην Ιαπωνία και στην Αμερική, που θεωρούν τον εαυτό τους στο έπακρο αδικημένο με τη σημερινή μοιρασιά των αποικιών και που τον τελευταίο μισό αιώνα δυνάμωσαν ασύγκριτα πιο γρήγορα απ' ό,τι η καθυστερημένη μοναρχική Ευρώπη, που άρχισε να σαπίζει από τα γεράματα. Σε σύγκριση με τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Ευρώπη στο σύνολό της σημαίνει οικονομική στασιμότητα. Η δημιουργία των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης με τη σημερινή οικονομική βάση, δηλαδή στις συνθήκες του καπιταλισμού, θα σήμαινε οργάνωση της αντίδρασης, για να παρεμποδιστεί η πιο γρήγορη ανάπτυξη της Αμερικής. Πέρασαν για πάντα οι καιροί που η υπόθεση της δημοκρατίας και η υπόθεση του σοσιαλισμού συνδέονταν μόνο με την Ευρώπη.
Οι Ενωμένες Πολιτείες του κόσμου (και όχι της Ευρώπης) είναι η κρατική εκείνη μορφή ένωσης και ελευθερίας των εθνών, που εμείς τη συνδέουμε με το σοσιαλισμό - ως τότε που η πλήρης νίκη του κομμουνισμού θα οδηγήσει στην οριστική εξαφάνιση κάθε κράτους, μαζί και του δημοκρατικού. Ωστόσο, το σύνθημα των Ηνωμένων Πολιτειών του κόσμου, σαν αυτοτελές σύνθημα, είναι αμφίβολο αν θα ήταν σωστό, πρώτο, γιατί συγχωνεύεται με το σοσιαλισμό και, δεύτερο, γιατί θα μπορούσε να προκαλέσει τη λαθεμένη ερμηνεία ότι είναι αδύνατη η νίκη του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, τη λαθεμένη ερμηνεία για τη στάση αυτής της χώρας απέναντι στις υπόλοιπες.
Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από δω βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού στην αρχή σε λίγες ή ακόμη και σε μία μονάχα, χωριστά παρμένη, καπιταλιστική χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας, απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή, θα ορθωνόταν ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, τον καπιταλιστικό κόσμο, παίρνοντας μαζί του τις καταπιεζόμενες τάξεις των άλλων χωρών, ξεσηκώνοντας στις χώρες αυτές εξεγέρσεις ενάντια στους καπιταλιστές, δρώντας σε περίπτωση ανάγκης ακόμη και με στρατιωτική δύναμη ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τα κράτη τους. Πολιτική μορφή της κοινωνίας, όπου νικάει το προλεταριάτο, ανατρέποντας την αστική τάξη, θα είναι η λαοκρατική δημοκρατία, που θα συγκεντρώσει όλο και περισσότερο τις δυνάμεις του προλεταριάτου του δοσμένου έθνους ή των δοσμένων εθνών στην πάλη ενάντια στα κράτη, που δε θα έχουν ακόμη περάσει στο σοσιαλισμό. Δεν είναι δυνατή η εξάλειψη των τάξεων χωρίς τη δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης, του προλεταριάτου. Δεν είναι δυνατή η ελεύθερη ένωση των εθνών στο σοσιαλισμό, χωρίς μια λίγο - πολύ μακρόχρονη, επίμονη πάλη των σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ενάντια στα οπισθοδρομικά κράτη.
Να για ποιους λόγους, ύστερα από επανειλημμένες συζητήσεις του ζητήματος στη Συνδιάσκεψη των Τμημάτων Εξωτερικού του ΣΔΕΚΡ και μετά τη Συνδιάσκεψη, η Σύνταξη του Κεντρικού Οργάνου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι λαθεμένο το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Οι κρίσεις
Το
τρίτο λαθεμένο συμπέρασμα του Σισμόντι από την όχι σωστή θεωρία, που
αντέγραψε από τον Ανταμ Σμιθ, είναι η θεωρία για τις κρίσεις. Από την
αντίληψη του Σισμόντι, ότι η συσσώρευση (η αύξηση της παραγωγής γενικά)
καθορίζεται από την κατανάλωση, και από τη λαθεμένη ερμηνεία της
πραγματοποίησης όλου του κοινωνικού προϊόντος (του εισοδήματος, που
αποτελείται από το μερίδιο των εργατών και το μερίδιο των
κεφαλαιοκρατών) βγήκε φυσιολογικά και αναπόφευκτα η θεωρία, ότι οι
κρίσεις οφείλονται στην αναντιστοιχία παραγωγής και κατανάλωσης. Ο
Σισμόντι επέμενε απόλυτα στη θεωρία αυτή. Τη δανείστηκε και ο
Ροντμπέρτους, αλλάζοντας λίγο τη διατύπωσή της: Εξηγούσε τις κρίσεις
λέγοντας ότι ενώ αυξάνει η παραγωγή ελαττώνεται το μερίδιο του προϊόντος
που παίρνουν οι εργάτες, και ταυτόχρονα όλο το κοινωνικό προϊόν το
χώριζε εξίσου λαθεμένα, όπως και ο Α. Σμιθ, σε μισθό εργασίας και
«πρόσοδο» (σύμφωνα με την ορολογία του η «πρόσοδος» είναι η υπεραξία,
δηλ. το κέρδος και η γαιοπρόσοδος μαζί). Η επιστημονική ανάλυση της
συσσώρευσης στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία1 και της
πραγματοποίησης του προϊόντος υπέσκαψε όλες τις βάσεις της θεωρίας
αυτής, δείχνοντας ταυτόχρονα ότι ακριβώς στην εποχή που προηγείται από
τις κρίσεις η κατανάλωση των εργατών αυξάνει, ότι η υποκατανάλωση (που
εξηγεί τάχα τις κρίσεις) υπήρχε στα πιο διαφορετικά οικονομικά
καθεστώτα, ενώ οι κρίσεις αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνον ενός
καθεστώτος - του κεφαλαιοκρατικού. Η θεωρία αυτή εξηγεί ότι οι κρίσεις
οφείλονται σε μιαν άλλη αντίθεση, και συγκεκριμένα, στην αντίθεση
ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής (που έχει
κοινωνικοποιηθεί από τον καπιταλισμό) και στον ιδιωτικό, τον ατομικό
τρόπο ιδιοποίησης. Η βαθιά διαφορά ανάμεσα σ' αυτές τις θεωρίες
φαίνεται, θα έλεγε κανείς, μόνη της, εμείς όμως πρέπει να σταθούμε πιο
λεπτομερειακά σ' αυτή, γιατί ακριβώς οι Ρώσοι οπαδοί του Σισμόντι
προσπαθούν να σβήσουν τη διαφορά αυτή και να μπερδέψουν τα πράγματα.Οι δυο θεωρίες, για τις κρίσεις, που εξετάζουμε, δίνουν εντελώς διαφορετική εξήγηση στις κρίσεις. Η πρώτη θεωρία τις εξηγεί με την αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση της εργατικής τάξης, η δεύτερη - με την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Η πρώτη, συνεπώς, βλέπει τη ρίζα του φαινομένου έξω από την παραγωγή (σ' αυτό οφείλονται, λ.χ., οι γενικές επιθέσεις του Σισμόντι ενάντια στους κλασικούς, ότι αγνοούν την κατανάλωση και ασχολούνται μόνο με την παραγωγή), η δεύτερη τη βλέπει ακριβώς στους όρους της παραγωγής. Για να είμαστε σύντομοι, η πρώτη εξηγεί τις κρίσεις με την υποκατανάλωση (Unterkonsumption), η δεύτερη - με την αναρχία της παραγωγής. Ετσι, και οι δυο θεωρίες, εξηγώντας τις κρίσεις με την αντίθεση που υπάρχει μέσα στο ίδιο το οικονομικό καθεστώς, διαφωνούν πέρα για πέρα σχετικά με τον καθορισμό της αντίθεσης αυτής. Γεννιέται όμως το ερώτημα: Η δεύτερη θεωρία αρνιέται το γεγονός της αντίθεσης ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση, το γεγονός της υποκατανάλωσης; Φυσικά, όχι. Αναγνωρίζει απόλυτα το γεγονός αυτό, του παραχωρεί όμως τη δευτερεύουσα θέση που του ταιριάζει, σαν γεγονός αναφερόμενο μόνο στη μια υποδιαίρεση της όλης κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Διδάσκει ότι το γεγονός αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει τις κρίσεις, που οφείλονται σε μιαν άλλη, πιο βαθιά, πιο βασική αντίθεση του σύγχρονου οικονομικού συστήματος και συγκεκριμένα στην αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Συνεπώς, τι να πει κανείς για τους ανθρώπους που, ενώ στην ουσία υποστηρίζουν την πρώτη θεωρία, προσπαθούν να καλυφθούν, επικαλούμενοι το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της δεύτερης διαπιστώνουν αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση; Είναι ολοφάνερο ότι οι άνθρωποι αυτοί δε μελέτησαν καλά τη βάση της διαφοράς των δυο θεωριών και δεν κατάλαβαν όπως πρέπει τη δεύτερη θεωρία. Στους ανθρώπους αυτούς ανήκει λ.χ., ο κ. Ν. -ον (δε μιλάμε πια για τον κ. Β. Β.). Οτι ανήκουν στους οπαδούς του Σισμόντι, αυτό το έχει κιόλας τονίσει στη φιλολογία μας ο κ. Τουγκάν - Μπαρανόβσκι («Οι βιομηχανικές κρίσεις», σελ. 477, με την παράξενη επιφύλαξη όσον αφορά τον κ. Ν. -ον: «προφανώς»). Ο κ. Ν. -ον, όμως, μιλώντας για «περιορισμό της εσωτερικής αγοράς» και για «μείωση της λαϊκής καταναλωτικής ικανότητας» (κεντρικά σημεία των απόψεών του), επικαλείται ωστόσο τους εκπροσώπους της δεύτερης θεωρίας, που διαπιστώνουν το γεγονός της αντίθεσης ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση, το γεγονός της υποκατανάλωσης. Είναι ευνόητο ότι τα επιχειρήματα του είδους αυτού δείχνουν απλώς μιαν ικανότητα που χαρακτηρίζει γενικά το συγγραφέα αυτό, την ικανότητα να παραθέτει αταίριαστες περικοπές και τίποτα περισσότερο. Λόγου χάρη, όλοι οι αναγνώστες, που ξέρουν τα «Δοκίμιά» του θα θυμούνται, βέβαια, την «περικοπή» του που λέει ότι «οι εργάτες σαν αγοραστές εμπορεύματος, έχουν μεγάλη σημασία για την αγορά, όταν όμως οι εργάτες παρουσιάζονται σαν πουλητές του εμπορεύματός τους, δηλ. της εργατικής δύναμης, τότε η κεφαλαιοκρατική κοινωνία έχει την τάση να περιορίζει στο κατώτατο όριο την τιμή αυτού του εμπορεύματος» («Δοκίμια», σελ. 178). Θα θυμούνται επίσης ότι ο κ. Ν. -ον θέλει να συμπεράνει από δω και τον «περιορισμό της εσωτερικής αγοράς» (ib., σελ. 203 κ.ά.) και τις κρίσεις (σελ. 298 κ.ά.). Παραθέτοντας όμως την περικοπή αυτή (που, όπως εξηγήσαμε, δεν αποδείχνει τίποτα), ο συγγραφέας μας εκτός απ' αυτό παραλείπει το τέλος της υποσημείωσης, απ' όπου πήρε την περικοπή του. Η περικοπή αυτή ήταν μια σημείωση που είχε προστεθεί στο χειρόγραφο του II μέρους του II τόμου του «Κεφαλαίου». Η σημείωση αυτή είχε προστεθεί «για ν' αναπτυχθεί αργότερα πιο διεξοδικά» και ο εκδότης του χειρογράφου τη μετέφερε στην υποσημείωση. Η σημείωση αυτή ύστερα από τα λόγια που αναφέραμε παραπάνω, λέει: «Ωστόσο όλα αυτά αφορούν μόνον το επόμενο μέρος»2, δηλ. το τρίτο μέρος. Και τι είναι αυτό το τρίτο μέρος; Είναι ακριβώς το μέρος που περιλαβαίνει την κριτική της θεωρίας του Α. Σμιθ για τα δυο μέρη του όλου κοινωνικού προϊόντος (μαζί με το σχόλιο για τον Σισμόντι, που αναφέραμε πιο πάνω) και την ανάλυση της «αναπαραγωγής και της κυκλοφορίας όλου του κοινωνικού κεφαλαίου», δηλ. της πραγματοποίησης του προϊόντος. Κι έτσι, ο συγγραφέας μας, για να υποστηρίξει τις απόψεις του, που επαναλαβαίνουν όσα λέει ο Σισμόντι, παραθέτει μια σημείωση, η οποία αφορά «μόνο το μέρος» που αναιρεί τον Σισμόντι: «Μόνο το μέρος», που δείχνει ότι οι κεφαλαιοκράτες μπορούν να πραγματοποιήσουν την υπεραξία και ότι είναι ανοησία να συμπεριλαβαίνει κανείς το εξωτερικό εμπόριο στην ανάλυση της πραγματοποίησης...
Στο άρθρο του Εφρούσι γίνεται μια άλλη προσπάθεια να εξαλειφθεί η διαφορά ανάμεσα στις δυο θεωρίες και να υποστηριχτεί η παλιά ρομαντική σαβούρα με παραπομπές στις νεότατες θεωρίες. Ο Εφρούσι αναφέρει τη θεωρία των κρίσεων του Σισμόντι και τονίζει ότι δεν είναι σωστή («Ρούσκογε Μπογκάτστβο» τεύχος 7, σελ. 162). Οι υποδείξεις του είναι εξαιρετικά ασαφείς και αντιφατικές. Από το ένα μέρος, επαναλαβαίνει τα επιχειρήματα της αντίθετης θεωρίας, λέγοντας ότι με τα είδη της άμεσης κατανάλωσης δεν εξαντλείται η εθνική ζήτηση. Από το άλλο μέρος, ισχυρίζεται ότι η εξήγηση, που δίνει ο Σισμόντι στις κρίσεις, «αναφέρεται απλώς σ' ένα από τα πολλά περιστατικά, που δυσκολεύουν τη διανομή της εθνικής παραγωγής ανάλογα με τη ζήτηση του πληθυσμού και την αγοραστική του ικανότητα». Συνεπώς, ο αναγνώστης καλείται να πιστέψει ότι η εξήγηση των κρίσεων, βρίσκεται ακριβώς στη «διανομή» και ότι το λάθος του Σισμόντι περιορίζεται στην ανεπαρκή υπόδειξη των αίτιων, που δυσκολεύουν τη διανομή αυτή! Το κυριότερο όμως δε βρίσκεται αυτού... «Ο Σισμόντι - λέει ο Εφρούσι - δε στάθηκε στην εξήγηση που αναφέρθηκε πιο πάνω. Στην 1η κιόλας έκδοση των "Nouveaux Principes" βρίσκουμε ένα πολύ διδαχτικό κεφάλαιο με τον τίτλο "De la connaissance du marche"3. Στο κεφάλαιο αυτό ο Σισμόντι μας αποκαλύπτει τις βασικές αιτίες της παραβίασης της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση (σημειώστε το αυτό!) με μια σαφήνεια, που στο ζήτημα αυτό τη συναντούμε μόνο σε λίγους οικονομολόγους» (ib.). Και, παραθέτοντας περικοπές για το ότι ο εργοστασιάρχης δεν μπορεί να ξέρει την αγορά, ο Εφρούσι λέει: «Σχεδόν το ίδιο λέει και ο Ενγκελς» (σελ. 163) - ακολουθεί μια περικοπή, που δείχνει ότι ο εργοστασιάρχης δεν μπορεί να ξέρει τη ζήτηση. Παραθέτοντας κατόπι και άλλες περικοπές σχετικά με «άλλα εμπόδια για την αποκατάσταση της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση» (σελ. 164), ο Εφρούσι βεβαιώνει ότι «στις περικοπές αυτές δίνεται η ίδια εκείνη εξήγηση των κρίσεων, που γίνεται όλο και επικρατέστερη»! Και κάτι παραπάνω: ο Εφρούσι έχει τη γνώμη ότι «στο ζήτημα για τις αιτίες των κρίσεων της εθνικής οικονομίας έχουμε όλο το δικαίωμα να θεωρούμε τον Σισμόντι θεμελιωτή των απόψεων, που αργότερα αναπτύσσονται με μεγαλύτερη συνέπεια και σαφήνεια» (σελ. 168).
Mε όλα αυτά όμως ο Εφρούσι δείχνει ότι δεν κατάλαβε καθόλου το ζήτημα! Τι είναι οι κρίσεις; Υπερπαραγωγή, παραγωγή εμπορευμάτων, που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν δεν μπορούν να βρουν ζήτηση. Αν τα εμπορεύματα δεν μπορούν να βρουν ζήτηση, σημαίνει ότι ο εργοστασιάρχης, παράγοντάς τα, δεν ήξερε τη ζήτηση. Γεννιέται τώρα το ερώτημα μήπως το να υποδείχνει κανείς τον όρο αυτό της δυνατότητας των κρίσεων σημαίνει εξήγηση των κρίσεων; Ο Εφρούσι δεν καταλάβαινε τη διαφορά ανάμεσα στην υπόδειξη της δυνατότητας και στην εξήγηση της αναγκαιότητας του φαινομένου; Ο Σισμόντι λέει: οι κρίσεις, είναι ενδεχόμενες, επειδή ο εργοστασιάρχης δεν ξέρει τη ζήτηση, ξεσπούν υποχρεωτικά, επειδή στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν μπορεί να υπάρχει ισορροπία παραγωγής και κατανάλωσης (δηλ. δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί το προϊόν). Ο Ενγκελς λέει: ξεσπούν οι κρίσεις, επειδή ο εργοστασιάρχης δεν ξέρει τη ζήτηση, ξεσπούν υποχρεωτικά, όχι γιατί δεν μπορεί γενικά να πραγματοποιηθεί το προϊόν. Αυτό δεν είναι σωστό: το προϊόν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Οι κρίσεις ξεσπούν υποχρεωτικά, επειδή ο συλλογικός χαρακτήρας της παραγωγής έρχεται σε αντίθεση με τον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης: Και να, βρίσκεται ένας οικονομολόγος, που βεβαιώνει ότι ο Ενγκελς λέει «σχεδόν το ίδιο», ότι ο Σισμόντι δίνει «την ίδια εξήγηση για τις κρίσεις»! «Για το λόγο αυτό μου προξενεί κατάπληξη - γράφει ο Εφρούσι - ότι ο κ. Τουγκάν - Μπαρανόβσκι... δεν είδε το πιο σπουδαίο και πολύτιμο στη θεωρία του Σισμόντι» (σελ. 168). Toυ κ. Τουγκάν - Μπαρανόβσκι όμως τίποτα δεν του διέφυγε4. Αντίθετα, τόνισε με απόλυτη ακρίβεια τη βασική αντίθεση στην οποία ανάγει το ζήτημα η καινούρια θεωρία (σελ. 455 κ.α.), και ξεκαθάρισε τη σημασία του Σισμόντι, ο οποίος υπέδειξε πρωτύτερα την αντίθεση, που εκδηλώνεται στις κρίσεις, δεν μπόρεσε όμως να της δώσει σωστή εξήγηση (σελ. 457: ο Σισμόντι έδειξε πριν από τον Ενγκελς ότι οι κρίσεις πηγάζουν από τη σύγχρονη οργάνωση της οικονομίας, σελ. 491: ο Σισμόντι διατύπωσε τους όρους της δυνατότητας των κρίσεων, όμως «κάθε δυνατότητα δε μετατρέπεται σε πράξη»). Ενώ ο Εφρούσι δεν κατάλαβε τίποτα απ' όλα αυτά κι αφού τα στοίβαξε όλα στον ίδιο σωρό, «απορεί», γιατί δημιουργείται σύγχυση! «Είναι αλήθεια - λέει ο οικονομολόγος του "Ρούσκογε Μπογκάτστβο" - ότι στον Σισμόντι δε συναντούμε τις διατυπώσεις, που τώρα έχουν γενικά πολιτογραφηθεί, όπως "αναρχία της παραγωγής", "έλλειψη σχεδιασμού (Planlosigkeit) της παραγωγής", η ουσία όμως που κρύβεται πίσω από τις εκφράσεις αυτές σημειώνεται σ' αυτόν απόλυτα καθαρά» (σελ. 168). Με πόση ευκολία ο νεότατος ρομαντικός αναβιώνει το ρομαντικό του παλιού καιρού! Πρόκειται για διαφορά στα λόγια! Στην πράξη ο Εφρούσι δεν καταλαβαίνει τα λόγια, που επαναλαβαίνει. «Αναρχία της παραγωγής», «Ελλειψη σχεδιασμού της παραγωγής», τι δείχνουν αυτές οι εκφράσεις; Την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Και ρωτάμε τον καθένα που ξέρει την οικονομική φιλολογία που εξετάζουμε, παραδεχόταν την αντίθεση αυτή ο Σισμόντι ή ο Ροντμπέρτους; Εβγαζαν το συμπέρασμα ότι οι κρίσεις οφείλονται στην αντίθεση αυτή; Οχι, δεν το έβγαζαν και δεν μπορούσαν να το βγάλουν, γιατί κανένας τους δεν καταλάβαινε καθόλου την αντίθεση αυτή. Τους ήταν εντελώς ξένη η ίδια η ιδέα ότι δεν μπορεί να στηρίζει κανείς την κριτική του καπιταλισμού σε φράσεις για γενική ευημερία5, ή για μη σωστή οργάνωση «της κυκλοφορίας, που αφέθηκε στον ίδιο τον εαυτό της»6, αλλά ότι είναι απαραίτητο να τη στηρίζει στο χαρακτήρα της εξέλιξης των σχέσεων παραγωγής.
Εμείς καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί οι δικοί μας Ρώσοι ρομαντικοί βάζουν όλα τα δυνατά τους, για να εξαλείψουν τη διαφορά ανάμεσα στις δυο θεωρίες, των κρίσεων, που αναφέραμε. Αυτό γίνεται, επειδή με τις παραπάνω θεωρίες συνδέεται αμεσότατα και στενότατα η διαφορετική από άποψη αρχών στάση απέναντι στον καπιταλισμό. Πράγματι, αν αποδώσουμε τις κρίσεις στην αδυναμία να πραγματοποιηθούν τα προϊόντα, στην αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση, καταλήγουμε έτσι στην άρνηση της πραγματικότητας, παραδεχόμαστε ότι ο δρόμος, που ακολουθεί ο καπιταλισμός, είναι ασύμφορος, διακηρύσσουμε ότι ο δρόμος αυτός είναι «λαθεμένος» και αρχίζουμε ν' αναζητάμε «άλλους δρόμους». Αποδίδοντας τις κρίσεις στην αντίθεση αυτή, πρέπει να παραδεχτούμε ότι όσο περισσότερο αναπτύσσεται η αντίθεση, τόσο πιο δύσκολο είναι να βγούμε από αυτή. Και είδαμε με πόσο μεγάλη αφέλεια διατύπωσε ο Σισμόντι αυτήν ακριβώς τη γνώμη, λέγοντας ότι, αν το κεφάλαιο συσσωρεύεται αργά, το πράγμα είναι επιτέλους υποφερτό, αν όμως συσσωρεύεται γρήγορα, καταντά ανυπόφορο. Απεναντίας, αν αποδώσουμε τις κρίσεις στην αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης, παραδεχόμαστε έτσι την πραγματικότητα και την προοδευτικότητα του κεφαλαιοκρατικού δρόμου και απορρίπτουμε τις αναζητήσεις «άλλων δρόμων» σαν ανόητο ρομαντισμό. Παραδεχόμαστε έτσι πως όσο περισσότερο αναπτύσσεται η αντίθεση αυτή τόσο πιο εύκολα θα βγούμε από αυτήν, και ότι η διέξοδος βρίσκεται ακριβώς στην ανάπτυξη του δοσμένου συστήματος.
Οπως βλέπει ο αναγνώστης, κι εδώ συναντούμε διαφορά «απόψεων»...
Είναι εντελώς φυσικό το ότι οι ρομαντικοί μας ψάχνουν να βρουν θεωρητικές επαληθεύσεις των απόψεών τους. Είναι εντελώς φυσικό το ότι οι αναζητήσεις αυτές τους οδηγούν στην παλιά σαβούρα, που την πέταξε από πολύν καιρό η Δυτική Ευρώπη. Είναι εντελώς φυσικό, το ότι νιώθοντάς το αυτό, προσπαθούν ν' αποκαταστήσουν τη σαβούρα αυτή, πότε εξωραΐζοντας ανοιχτά τους ρομαντικούς της Δυτικής Ευρώπης, πότε προσπαθώντας να μπάσουν λαθραία το ρομαντισμό κάτω από τη σημαία αταίριαστων και διαστρεβλωμένων περικοπών. Γελιούνται όμως οικτρά, αν νομίζουν ότι ένα τέτοιο λαθρεμπόριο θα μείνει αξεσκέπαστο.
Τελειώνοντας μ' αυτό την έκθεση της βασικής θεωρητικής διδασκαλίας του Σισμόντι και των κυριότερων θεωρητικών συμπερασμάτων, που έβγαλε απ' αυτήν, πρέπει να κάνουμε μια μικρή προσθήκη πάλι σχετικά με τον Εφρούσι. Σ' ένα άλλο άρθρο του για τον Σισμόντι (συνέχεια του πρώτου) λέει: «Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον (σε σύγκριση με τη θεωρία για το εισόδημα από το κεφάλαιο) παρουσιάζουν οι απόψεις του Σισμόντι για τα διάφορα είδη εισοδημάτων» («Ρούσκογε Μπογκάτστβο» τεύχος 8, σελ. 42). Ο Σισμόντι, λέει, όπως και ο Ροντμπέρτους, χωρίζει το εθνικό εισόδημα σε δύο μέρη: «το ένα μέρος το παίρνουν οι κάτοχοι της γης και των εργαλείων παραγωγής, το άλλο οι εκπρόσωποι της εργασίας» (ib.). Ακολουθούν περικοπές, όπου ο Σισμόντι μιλάει για έναν τέτοιο χωρισμό όχι μόνο του εθνικού εισοδήματος, αλλά και όλου του προϊόντος: «Η ετήσια παραγωγή, ή το αποτέλεσμα όλων των εργασιών, που εκτελεί το έθνος στη διάρκεια ενός χρόνου, αποτελείται επίσης από δύο μέρη» κλπ. («Nouveaux Principes», I, 105, η περικοπή υπάρχει στο «Ρούσκογε Μπογκάτστβο», τεύχος 8, σελ. 43). «Τα σημεία που παραθέσαμε - συμπεραίνει ο οικονομολόγος μας - αποδείχνουν καθαρά ότι ο Σισμόντι έχει αφομοιώσει στο ακέραιο (!) την ταξινόμηση εκείνη του εθνικού εισοδήματος, που παίζει τόσο σπουδαίο ρόλο στους νεότατους οικονομολόγους και συγκεκριμένα το χωρισμό του εθνικού εισοδήματος σε εισόδημα, που στηρίζεται στην εργασία και σε εισόδημα που βγαίνει χωρίς εργασία - arbeitsloses Einkommen. Αν και, μιλώντας γενικά, οι απόψεις του Σισμόντι στο ζήτημα του εισοδήματος δεν είναι πάντοτε σαφείς και συγκεκριμένες, πάντως διαφαίνεται σ' αυτές η επίγνωση της διαφοράς, που υπάρχει ανάμεσα στο εισόδημα του ατομικού νοικοκυριού και στο εισόδημα της εθνικής οικονομίας» (σελ. 43).
Η παραπάνω περικοπή - θα πούμε εμείς σχετικά μ' αυτό - αποδείχνει καθαρά ότι ο Εφρούσι έχει αφομοιώσει πέρα για πέρα τη σοφία των γερμανικών εγχειριδίων, παρ' όλα αυτά όμως (και ίσως γι' αυτόν ακριβώς το λόγο), δεν είδε καθόλου τη θεωρητική δυσκολία, που υπάρχει στο ζήτημα του εθνικού εισοδήματος σε διάκριση από το ατομικό. Ο Εφρούσι εκφράζεται πολύ απρόσεχτα. Είδαμε ότι στο πρώτο μέρος του άρθρου του ονόμαζε «νεότατους οικονομολόγους» τους θεωρητικούς ορισμένης σχολής. Ο αναγνώστης του με το δίκιο του θα νομίσει ότι και τούτη τη φορά πρόκειται για τους ίδιους. Στην πραγματικότητα όμως ο συγγραφέας εννοεί εδώ κάτι το εντελώς διαφορετικό. Σαν νεότατοι οικονομολόγοι φιγουράρουν τώρα οι Γερμανοί από καθέδρας σοσιαλιστές. Η υπεράσπιση του Σισμόντι συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας πλησιάζει τη θεωρία του Σισμόντι στη θεωρία τους. Ποια είναι η θεωρία αυτών των «νεότατων» αυθεντιών του Εφρούσι;
-- Οτι το εθνικό εισόδημα χωρίζεται σε δύο μέρη.
Η θεωρία όμως αυτή είναι του Ανταμ Σμιθ και σε καμιά περίπτωση των «νεότατων οικονομολόγων»! Χωρίζοντας το εισόδημα σε μισθό εργασίας, σε κέρδος και σε γαιοπρόσοδο (βιβλίο Ι, κεφ. VI «Ο πλούτος των εθνών», βιβλίο II, κεφ. ΙΙ), ο Α. Σμιθ αντιπαράθετε τα δυο τελευταία στο πρώτο, ακριβώς σαν εισόδημα χωρίς αντίστοιχη εργασία, ονόμαζε και τα δυο κρατήσεις από την εργασία (βιβλίο Ι, κεφάλαιο VIII) και αμφισβητούσε τη γνώμη ότι το κέρδος είναι και αυτό μεροκάματο για μια εργασία ειδικής φύσης (βιβλίο, Ι, κεφάλαιο VI). Και ο Σισμόντι, και ο Ροντμπέρτους, και οι «νεότατοι» συγγραφείς των γερμανικών εγχειριδίων επαναλαμβάνουν απλώς τη θεωρία αυτή του Σμιθ. Η διαφορά μεταξύ τους βρίσκεται μόνο στο ότι ο Α. Σμιθ καταλάβαινε ότι δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει τελείως το εθνικό εισόδημα από το εθνικό προϊόν καταλάβαινε ότι έπεφτε σε αντίθεση όταν δεν συμπεριλάβαινε στο τελευταίο το σταθερό κεφάλαιο (σύμφωνα με τη σύγχρονη ορολογία), που το συμπεριλάβαινε ωστόσο στο ατομικό προϊόν. Οι «νεότατοι» όμως οικονομολόγοι, επαναλαβαίνοντας το λάθος του Α. Σμιθ, περιβάλανε απλώς τη θεωρία του μ' ένα πιο πομπώδικο σχήμα («ταξινόμηση του εθνικού εισοδήματος») κι έχαναν τη συναίσθηση της αντίθεσης, μπροστά στην οποία σταμάτησε ο Α. Σμιθ. Αυτές οι μέθοδες μπορεί να είναι σοφές, δεν είναι όμως καθόλου επιστημονικές.
1. Σχετικά με τη θεωρία, ότι στην κεφαλαιοκρατική οικονομία όλο το προϊόν αποτελείται από δυο μέρη, συναντούμε στον Α. Σμιθ και στους μεταγενέστερους οικονομολόγους τη λαθεμένη αντίληψη της «συσσώρευσης ατομικού κεφαλαίου». Και, συγκεκριμένα, αυτοί δίδασκαν ότι η συσσωρευμένη μερίδα του κέρδους ξοδεύεται ολοκληρωτικά για μισθό εργασίας, ενώ στην πραγματικότητα ξοδεύεται: 1) για σταθερό κεφάλαιο και 2) για μισθό εργασίας. Ο Σισμάντι επαναλαβαίνει κι αυτό το λάθος των κλασικών.
2. «Das Kapital», ΙΙ Band, S. 304 («Το Κεφάλαιο», τόμ. ΙΙ, σελ. 304. Η Σύντ.) Ρωσική μετάφραση, σελ. 2325α. Η υπογράμμιση δική μας.
3. «Για τη γνώση της αγοράς». Η Σύντ.
4. Στην «Ανάπτυξη του καπιταλισμού» (σελ. 16 και 19) (βλ. «Απαντα», 4η ρωσ. έκδ., τόμ. 3ος, κεφάλαιο 1, παρ. VI. Η Σύντ.) Εχω κιόλας σημειώσει τις ανακρίβειες και τα λάθη του κ. Τουγκάν - Μπαρανόβσκι, που τον έκαναν να περάσει αργότερα ολοκληρωτικά στο στρατόπεδο των αστών οικονομολόγων. (Υποσημείωση του συγγραφέα στην έκδοση του 1908. Η Σύντ.).
5. Ct. Sismondi. 1. c, I, 8 (πρβλ. Σισμόντι, στο σημείο απ' όπου πάρθηκε η περικοπή, Ι, 8, Η Σύντ.)
6. Ροντμπέρτους. Με την ευκαιρία αυτή ας σημειώσουμε ότι ο Μπερνστάιν, παλινορθώνοντας γενικά τις προλήψεις της αστικής οικονομίας, έφερε σύγχυση και στο ζήτημα αυτό με τον ισχυρισμό ότι η θεωρία του Μαρξ για τις κρίσεις δε διαφέρει και πολύ από τη θεωρία του Ροντμπέρτους («Die Voraussetzungen elc.» Stuttg. 1899, S. 67 («Οι προϋποθέσεις κ.τ.λ.». Στουτγάρδη, 1899, σελ. 67. Η Σύντ.) και ότι ο Μαρξ έρχεται σε αντίθεση με τον ίδιο τον εαυτό του, όταν αναγνωρίζει σαν τελευταία αιτία των κρίσεων την περιορισμένη κατανάλωση των μαζών. (Σημείωση του συγγραφέα στην έκδοση του 1908. Η Σύντ.).
«Εκκληση προς τους εργάτες της Πετρούπολης για την οργάνωση τμημάτων επισιτισμού»
Η σοβιετική εξουσία μπορεί να διατηρηθεί, η νίκη των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων κατά
των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών μπορεί να διατηρηθεί και να
εδραιωθεί μόνο όταν η κρατική εξουσία που ασκούν οι συνειδητοί εργάτες
είναι πολύ αυστηρή και σιδερένια. Μόνο η εξουσία αυτή μπορεί να τραβήξει
γύρω της όλους τους εργαζόμενους, όλη τη φτωχολογιά.Σύντροφοι εργάτες! Θυμηθείτε πως η επανάσταση βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Θυμηθείτε πως την επανάσταση μπορείτε να τη σώσετε μόνο εσείς και κανένας άλλος.
Δεκάδες χιλιάδες επίλεκτοι εργάτες, πρωτοπόροι, αφοσιωμένοι στο σοσιαλισμό, που δε θα υποκύψουν στη δωροδοκία και στη ληστεία και θα είναι σε θέση να δημιουργήσουν μια σιδερένια δύναμη ενάντια στους κουλάκους, στους κερδοσκόπους, στους μαυραγορίτες, στους δωρολήπτες, στους αποδιοργανωτές - να τι μας χρειάζεται.
Να τι μας χρειάζεται επιτακτικά και άμεσα.
Διαφορετικά, η πείνα, η ανεργία και η καταστροφή της επανάστασης είναι αναπόφευκτες.
Η δύναμη των εργατών και η σωτηρία τους βρίσκονται στην οργάνωση. Αυτό το ξέρουν όλοι. Τώρα χρειάζεται μια οργάνωση εργατών ειδικού τύπου, η οργάνωση μιας σιδερένιας εξουσίας για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη. Σύντροφοι - εργάτες! Η υπόθεση της επανάστασης βρίσκεται στα χέρια σας.
Ο καιρός δεν περιμένει: Τον υπερβολικά δύσκολο Μάη θα τον ακολουθήσουν μήνες ακόμη πιο δύσκολοι, ο Ιούνης και ο Ιούλης και ίσως ακόμη και μέρος του Αυγούστου.
(το τμήμα αυτό του άρθρου είναι προσθήκη στο άρθρο που ακολουθεί και γράφτηκε στις 20 του Μάη 1918. Δημοσιεύτηκε στις 22 του Μάη 1918 στην εφημερίδα «Πετρογκράντσκαγια Πράβντα», αρ. φύλ. 103. Δημοσιεύεται σύμφωνα με το χειρόγραφο).
Για την πείνα
(γράμμα στους εργάτες της Πετρούπολης)Σύντροφοι! Τις μέρες αυτές με επισκέφθηκε ο αντιπρόσωπός σας, μέλος του Κόμματος, εργάτης από το εργοστάσιο Πουτίλοφ. Ο σύντροφος αυτός, μου περιέγραψε λεπτομερειακά την εξαιρετικά ζοφερή εικόνα της πείνας στην Πετρούπολη. Ξέρουμε όλοι μας πως σε μια σειρά βιομηχανικά κυβερνεία, το επισιτιστικό πρόβλημα είναι εξίσου οξύ και η πείνα χτυπάει εξίσου βασανιστικά τις πόρτες των εργατών και της φτωχολογιάς γενικά.
Και, παράλληλα, βλέπουμε να οργιάζει η κερδοσκοπία με τα σιτηρά και τα άλλα τρόφιμα. Η πείνα δεν οφείλεται στο ότι η Ρωσία δεν έχει σιτηρά, αλλά στο ότι η αστική τάξη και όλοι οι πλούσιοι δίνουν την τελευταία, την αποφασιστική, μάχη ενάντια στην κυριαρχία των εργαζομένων, ενάντια στο κράτος των εργατών, τη σοβιετική εξουσία, στο πιο σοβαρό και οξύ ζήτημα, στο ζήτημα των σιτηρών. Η αστική τάξη και όλοι οι πλούσιοι, μαζί και οι πλούσιοι του χωριού, οι κουλάκοι, τορπιλίζουν το μονοπώλιο των σιτηρών, σαμποτάρουν τη διανομή των σιτηρών από το κράτος προς όφελος και προς το συμφέρον όλου του πληθυσμού, για τον εφοδιασμό με ψωμί όλου του πληθυσμού και πρώτα απ' όλα των εργατών, των εργαζομένων, των φτωχών. Η αστική τάξη τορπιλίζει τις σταθερές τιμές, κερδοσκοπεί με τα σιτηρά, κερδίζει εκατό, διακόσια και περισσότερα ρούβλια σε κάθε πούτι σιτηρών, καταστρέφει το μονοπώλιο των σιτηρών και τη σωστή κατανομή των σιτηρών, το καταστρέφει με τη δωροδοκία και την εξαγορά, υποστηρίζοντας με κακεντρέχεια το καθετί που χαντακώνει την εξουσία των εργατών, την εξουσία που προσπαθεί να εφαρμόσει την πρώτη, τη βασική, τη θεμελιακή αρχή του σοσιαλισμού: «Οποιος δε δουλεύει, δεν τρώει».
«Οποιος δε δουλεύει, δεν τρώει» - αυτό το καταλαβαίνει ο κάθε εργαζόμενος. Μ' αυτό συμφωνούν όλοι οι εργάτες, όλοι οι φτωχοί, ακόμη και οι μεσαίοι αγρότες, όλοι όσοι δοκίμασαν στη ζωή τους στερήσεις, όλοι όσοι έζησαν κάποτε με το ημερομίσθιό τους. Τα εννιά δέκατα του πληθυσμού της Ρωσίας συμφωνούν μ' αυτήν την αλήθεια. Σ' αυτήν την απλή, την απλούστατη και ολοφάνερη αλήθεια βρίσκεται η βάση του σοσιαλισμού, η αστείρευτη πηγή της δύναμής του και η σίγουρη εγγύηση για την οριστική του νίκη.
Μα εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία του ζητήματος: Αλλο πράγμα είναι να δηλώνεις πως συμφωνείς μ' αυτή την αλήθεια, να ορκίζεσαι πως την παραδέχεσαι, να την αναγνωρίζεις στα λόγια, και άλλο να μπορείς να την εφαρμόζεις. Οταν εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια άνθρωποι δοκιμάζουν τα μαρτύρια της πείνας (στην Πετρούπολη, στις μη γεωργικές περιοχές, στη Μόσχα) σε μια χώρα, όπου οι πλούσιοι, οι κουλάκοι και οι κερδοσκόποι κρύβουν εκατομμύρια και εκατομμύρια πούτια σιτηρά, σε μια χώρα που λέγεται Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία - τότε υπάρχει κάτι που πρέπει να το σκεφτεί σοβαρά και βαθιά κάθε συνειδητός εργάτης και αγρότης.
«Οποιος δε δουλεύει, δεν τρώει» - πώς να το κάνουμε αυτό πραγματικότητα; Είναι φως φανάρι πως για να γίνει αυτό πραγματικότητα είναι απαραίτητο, πρώτο, το κρατικό μονοπώλιο των σιτηρών, δηλαδή η απόλυτη απαγόρευση κάθε ιδιωτικού εμπορίου σιτηρών, η υποχρεωτική παράδοση όλου του πλεονάσματος σιτηρών στο κράτος με σταθερές τιμές, η απόλυτη απαγόρευση της κατακράτησης και της απόκρυψης πλεονασμάτων σιτηρών από οποιονδήποτε. Δεύτερο, γι' αυτό είναι απαραίτητη μια πολύ αυστηρή καταγραφή όλων των πλεονασμάτων των σιτηρών και μια άψογη και ορθή οργάνωση της μεταφοράς των σιτηρών από τα μέρη όπου πλεονάζουν στα μέρη όπου λείπουν, με τη συγκέντρωση αποθεμάτων για την κατανάλωση, την κατεργασία και τη σπορά. Τρίτο, γι' αυτό είναι απαραίτητη μια σωστή, μια δίκαιη κατανομή των σιτηρών σε όλους τους πολίτες του κράτους, κατανομή που να μη δίνει κανένα προνόμιο και πλεονέκτημα στον πλούσιο, και να γίνεται κάτω από τον έλεγχο του εργατικού, του προλεταριακού κράτους.
Αρκεί να σκεφτούμε έστω και λιγάκι πάνω σ' αυτούς τους όρους της νίκης ενάντια στην πείνα, για να καταλάβουμε όλη την απύθμενη βλακεία των σιχαμερών μωρολόγων του αναρχισμού, που αρνούνται την ανάγκη της κρατικής εξουσίας (αμείλικτα αυστηρής απέναντι στην αστική τάξη, αμείλικτα αδυσώπητης απέναντι στους αποδιοργανωτές της εξουσίας) για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, για την απαλλαγή των εργαζομένων από κάθε καταπίεση και κάθε εκμετάλλευση. Τώρα ακριβώς που η επανάστασή μας πλησίασε πολύ κοντά συγκεκριμένα και πρακτικά - κι εδώ βρίσκεται η ανυπολόγιστη αξία της - στα καθήκοντα της πραγματοποίησης του σοσιαλισμού, ακριβώς τώρα, και ακριβώς στο βασικό ζήτημα, στο ζήτημα των σιτηρών, φαίνεται πεντακάθαρα η ανάγκη μιας σιδερένιας επαναστατικής εξουσίας, η ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου, της οργάνωσης της συγκέντρωσης των προϊόντων, της μεταφοράς και της κατανομής τους σε μαζική, πανεθνική κλίμακα, παίρνοντας υπόψη τις ανάγκες δεκάδων και εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, υπολογίζοντας από τα πριν τις συνθήκες και τα αποτελέσματα της παραγωγής για ένα χρόνο και για πολλά χρόνια (γιατί υπάρχουν και χρόνια με κακή σοδειά, και γιατί για την αύξηση της συγκομιδής των σιτηρών χρειάζονται εγγειοβελτιωτικά έργα που απαιτούν πολύχρονες εργασίες κτλ.).
Ο Ρομάνοφ και ο Κέρενσκι άφησαν κληρονομιά στην εργατική τάξη μια χώρα κατεστραμμένη στο έπακρο από το ληστρικό, εγκληματικό και σκληρό πόλεμό τους, λεηλατημένη ολότελα από τους Ρώσους και τους ξένους ιμπεριαλιστές. Τα σιτηρά θα φτάνουν για όλους μόνο αν θα καταγράφεται αυστηρότατα το κάθε πούτι, αν θα μοιράζεται απόλυτα ισόμετρα το κάθε φούντι. Υπάρχει επίσης εξαιρετική έλλειψη ψωμιού για τις μηχανές, δηλαδή καυσίμων: θα σταματήσουν οι σιδηρόδρομοι και οι φάμπρικες, η ανεργία και η πείνα θα αφανίσουν όλο το λαό, αν δεν εντείνουμε όλες τις δυνάμεις μας για μια αμείλικτα αυστηρή οικονομία στην κατανάλωση και σωστή κατανομή. Η καταστροφή είναι μπροστά μας, πλησίασε πολύ, πάρα πολύ κοντά. Υστερα από το Μάη, που ήταν εξαιρετικά δύσκολος, θα έλθουν ακόμη πιο δύσκολοι μήνες, ο Ιούνης, ο Ιούλης και ο Αύγουστος.
Το κρατικό μονοπώλιο των σιτηρών υπάρχει σε μας με νόμο, στην πράξη όμως το τορπιλίζει σε κάθε βήμα η αστική τάξη. Ο πλούσιος του χωριού, ο κουλάκος, ο μαυραγορίτης που δεκάδες χρόνια λήστευε όλη την περιοχή, προτιμάει να πλουτίζει από την κερδοσκοπία, από το λαθραίο ρακί: Αυτό πραγματικά είναι πολύ επικερδές για την τσέπη του και την ευθύνη για την πείνα τη φορτώνει στη σοβιετική εξουσία. Το ίδιο ακριβώς κάνουν και οι πολιτικοί συνήγοροι του κουλάκου - οι καντέτοι, οι δεξιοί εσέροι, οι μενσεβίκοι που «δουλεύουν» στα κρυφά και στα φανερά ενάντια στο μονοπώλιο των σιτηρών και ενάντια στη σοβιετική εξουσία. Το κόμμα των ανερμάτιστων ανθρώπων, δηλαδή των αριστερών εσέρων, δείχνει κι εδώ τον αλλοπροσαλλισμό του: Αφήνει να το παρασύρουν οι ιδιοτελείς κραυγές και τα ουρλιαχτά της αστικής τάξης, βάζει τις φωνές ενάντια στο μονοπώλιο των σιτηρών, «διαμαρτύρεται» για την επισιτιστική δικτατορία, τρομοκρατείται από την αστική τάξη, φοβάται την πάλη ενάντια στον κουλάκο και στριφογυρίζει υστερικά, συμβουλεύοντας να ανεβάσουμε τις σταθερές τιμές, να αφήσουμε ελεύθερο το ιδιωτικό εμπόριο και άλλα τέτοια.
Αυτό το κόμμα των ανερμάτιστων ανθρώπων εκφράζει στην πολιτική κάτι παρόμοιο με εκείνο που συμβαίνει στη ζωή, όταν ο κουλάκος ξεσηκώνει τη φτωχολογιά ενάντια στα Σοβιέτ, την εξαγοράζει, δίνει λ.χ. σε κάποιο φτωχό αγρότη ένα πούτι σιτάρι με τρία ρούβλια αντί με έξι, για «να επωφεληθεί» ο διεφθαρμένος αυτός φτωχός από την κερδοσκοπία, «να κερδίσει» ο ίδιος από την κερδοσκοπική πούληση αυτού του πουτιού για 150 ρούβλια, να μετατραπεί και αυτός σ' έναν φωνακλά ενάντια στα Σοβιέτ που απαγορεύουν το ιδιωτικό εμπόριο των σιτηρών.
Οποιος έχει την ικανότητα να σκέπτεται, όποιος θέλει να σκεφτεί έστω και λιγάκι, βλέπει καθαρά προς ποια κατεύθυνση γίνεται η πάλη:
Είτε οι συνειδητοί πρωτοπόροι εργάτες θα νικήσουν, συνενώνοντας γύρω τους τη μάζα της φτωχολογιάς, εγκαθιδρύοντας μια σιδερένια τάξη πραγμάτων, μια αμείλικτα αυστηρή εξουσία, μια πραγματική δικτατορία του προλεταριάτου, και θα αναγκάσουν τον κουλάκο να υποκύψει, κάνοντας μια σωστή κατανομή των σιτηρών και των καυσίμων σε παγκρατική κλίμακα, - είτε η αστική τάξη, με τη βοήθεια των κουλάκων και την έμμεση υποστήριξη των ανερμάτιστων και θαλασσωμένων ανθρώπων (των αναρχικών και των αριστερών εσέρων), θα γκρεμίσει τη σοβιετική εξουσία και θα ενθρονίσει έναν Ρωσογερμανό ή Ρωσοϊάπωνα Κορνίλοφ, που θα προσφέρει στο λαό τη 16ωρη εργάσιμη μέρα, 50 γραμμάρια ψωμί την εβδομάδα, μαζικούς τουφεκισμούς των εργατών, βασανιστήρια στις φυλακές, όπως γίνεται στη Φιλανδία, όπως γίνεται στην Ουκρανία.
Είτε - είτε
Μέσος δρόμος δεν υπάρχει.
Η κατάσταση της χώρας έφτασε στο απροχώρητο.
Οποιος σκέπτεται βαθιά πάνω στην πολιτική ζωή, δεν μπορεί να μη βλέπει πώς οι καντέτοι μαζί με τους δεξιούς εσέρους και τους μενσεβίκους προσπαθούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους, αν είναι «προτιμότερος» ένας Κορνίλοφ Ρωσογερμανός ή ένας Ρωσοϊάπωνας, αν την επανάσταση θα τη συντρίψει καλύτερα και ασφαλέστερα ένας εστεμμένος ή ένας δημοκράτης Κορνίλοφ.
Είναι καιρός να συμφωνήσουν μεταξύ τους όλοι οι συνειδητοί, όλοι οι πρωτοπόροι εργάτες. Είναι καιρός να ξυπνήσουν και να καταλάβουν πως κάθε στιγμή καθυστέρησης αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για τη χώρα και την επανάσταση.
Τα ημίμετρα δε βοηθάνε σε τίποτε. Από τα παράπονα δε βγαίνει τίποτε. Οι προσπάθειες να προμηθευτείς σιτηρά ή καύσιμα «λιανικώς», για τον «εαυτό σου», δηλαδή για το εργοστάσιό «σου», για την επιχείρησή «σου», απλώς μεγαλώνουν την αποδιοργάνωση, απλώς διευκολύνουν τους κερδοσκόπους στο ιδιοτελές, βρωμερό και σκοτεινό τους έργο.
Και να γιατί σας στέλνω αυτό το γράμμα, σύντροφοι εργάτες της Πετρούπολης. Η Πετρούπολη δεν είναι όλη η Ρωσία. Οι εργάτες της Πετρούπολης είναι ένα μικρό μέρος των εργατών της Ρωσίας. Είναι όμως ένα από τα καλύτερα, τα πρωτοπόρα, τα πιο συνειδητά, τα πιο επαναστατικά, τα πιο σταθερά τμήματα της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων της Ρωσίας, ένα από τα τμήματα που επηρεάζονται λιγότερο από την κούφια λογοκοπία, από την απελπισία των ανερμάτιστων ανθρώπων, από τις προσπάθειες της αστικής τάξης να τα εκφοβίσει. Και στις κρίσιμες στιγμές της ζωής των λαών έτυχε πολλές φορές, ακόμη και ολιγάριθμα πρωτοπόρα τμήματα των πρωτοπόρων τάξεων να τραβήξουν πίσω τους όλους τους άλλους, να ανάψουν τη φλόγα του επαναστατικού ενθουσιασμού στις μάζες και να επιτελέσουν μεγάλους ιστορικούς άθλους.
Στο εργοστάσιο Πουτίλοφ ήμασταν σαράντα χιλιάδες - μου έλεγε ο αντιπρόσωπος των εργατών της Πετρούπολης - οι περισσότεροι όμως ήταν «προσωρινοί» εργάτες, όχι προλετάριοι, άνθρωποι όχι σίγουροι, νωθροί. Τώρα έμειναν δεκαπέντε χιλιάδες, είναι όμως προλετάριοι, δοκιμασμένοι και ατσαλωμένοι στον αγώνα.
Αυτή η πρωτοπορία της επανάστασης - και στην Πετρούπολη και σε όλη τη χώρα - πρέπει να δώσει το σύνθημα, πρέπει να ξεσηκωθεί μαζικά, πρέπει να καταλάβει πως στα χέρια της βρίσκεται η σωτηρία της χώρας, πως απαιτείται να δείξει ηρωισμό όχι μικρότερο από τον ηρωισμό του Γενάρη και του Οχτώβρη του 1905, του Φλεβάρη και του Οχτώβρη του 1917, πως πρέπει να οργανώσει μια μεγάλη «σταυροφορία» ενάντια στους κερδοσκόπους των σιτηρών, στους κουλάκους, στους μαυραγορίτες, στους αποδιοργανωτές, στους δωρολήπτες, μια μεγάλη «σταυροφορία» ενάντια στους παραβάτες της αυστηρότατης τάξης που καθόρισε το κράτος στο έργο της συγκέντρωσης, της μεταφοράς και της κατανομής του ψωμιού για τους ανθρώπους και του ψωμιού για τις μηχανές.
Μόνο ο μαζικός ξεσηκωμός των πρωτοπόρων εργατών μπορεί να σώσει τη χώρα και την επανάσταση. Χρειάζονται δεκάδες χιλιάδες πρωτοπόροι, ατσαλωμένοι προλετάριοι, τόσο συνειδητοί ώστε να εξηγήσουν το ζήτημα στα εκατομμύρια της φτωχολογιάς σε όλες τις γωνιές της χώρας και να μπουν επικεφαλής τους, τόσο σταθεροί ώστε να ξεριζώνουν αλύπητα από τις γραμμές τους και να τουφεκίζουν εκείνον που θα «παρασυρόταν» - συμβαίνουν και τέτοια - από τον πειρασμό της κερδοσκοπίας και από αγωνιστής της λαϊκής υπόθεσης θα καταντούσε ληστής, τόσο σταθεροί και αφοσιωμένοι στην επανάσταση, ώστε να σηκώσουν οργανωμένα όλα τα βάρη της εκστρατείας σε όλες τις γωνιές της χώρας για την επιβολή της τάξης, για το δυνάμωμα των τοπικών οργανώσεων της σοβιετικής εξουσίας, για τον έλεγχο στα διάφορα μέρη για κάθε πούτι σιτάρι, για κάθε πούτι καύσιμα.
Είναι δυσκολότερο να κάνεις αυτή τη δουλειά, από το να δείξεις ηρωισμό για μερικές μέρες, χωρίς να εγκαταλείπεις τα γνώριμά σου μέρη, χωρίς να παίρνεις μέρος σε εκστρατείες και να αρκείσαι σε ένα ξέσπασμα - εξέγερση ενάντια στο ηλίθιο τέρας Ρομάνοφ, ή ενάντια στον χαζούτσικο και καυχησιάρη Κέρενσκι. Ο ηρωισμός μιας μακρόχρονης και επίμονης οργανωμένης δουλειάς σε κλίμακα όλου του κράτους είναι απροσμέτρητα πιο δύσκολος, μα και γι' αυτό απροσμέτρητα μεγαλύτερος από τον ηρωισμό των εξεγέρσεων. Ομως, τη δύναμη των εργατικών κομμάτων και της εργατικής τάξης την αποτελούσε πάντα το ότι η τάξη αυτή βλέπει θαρραλέα, κατευθείαν, ανοιχτά και κατά πρόσωπο τον κίνδυνο, δε φοβάται να το ομολογήσει, σταθμίζει νηφάλια ποιες δυνάμεις βρίσκονται στο «δικό της» και ποιες στο «ξένο», στο εκμεταλλευτικό στρατόπεδο. Η επανάσταση προχωρεί, αναπτύσσεται και μεγαλώνει. Μεγαλώνουν και τα καθήκοντα που στέκουν μπροστά μας. Μεγαλώνει το πλάτος και το βάθος του αγώνα. Η σωστή κατανομή των σιτηρών και των καυσίμων, η αύξηση της παραγωγής τους, η αυστηρότατη καταγραφή και ο έλεγχος σε αυτά από μέρους των εργατών και σε παγκρατική κλίμακα, είναι τα πραγματικά και κύρια πρόθυρα του σοσιαλισμού. Αυτό δεν είναι πια ένα «γενικό επαναστατικό» καθήκον, αλλά ακριβώς ένα καθήκον κομμουνιστικό, ακριβώς ένα καθήκον, όπου οι εργαζόμενοι και η φτωχολογιά πρέπει να δώσουν την αποφασιστική μάχη ενάντια στον καπιταλισμό.
Στη μάχη αυτή αξίζει να αφιερώσουμε όλες μας τις δυνάμεις: Μεγάλες είναι οι δυσκολίες της, αλλά μεγάλη είναι και η υπόθεση της εξάλειψης της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, η υπόθεση για την οποία αγωνιζόμαστε.
Οταν ο λαός πεινάει, όταν η ανεργία μαίνεται όλο και πιο απειλητικά - όποιος κρύβει έστω κι ένα παραπανίσιο πούτι σιτηρά, όποιος στερεί το κράτος από ένα πούτι καύσιμα είναι ο πιο μεγάλος εγκληματίας.
Σε τέτοιους καιρούς - και για την αληθινά κομμουνιστική κοινωνία αυτό είναι πάντοτε σωστό - κάθε πούτι σιτηρά και καύσιμα είναι κάτι πραγματικά ιερό, πιο πολύτιμο από τα ιερά με τα οποία ζαλίζουν τα μυαλά των ηλιθίων οι παπάδες που υπόσχονται τη βασιλεία των Ουρανών σαν αντάλλαγμα για τη σκλαβιά στη Γη. Και για να καθαρίσουμε από κάθε υπόλειμμα της παπαδίστικης «ιερότητας», αυτό το πραγματικά ιερό πρέπει να το κατακτήσουμε πρακτικά, πρέπει να πετύχουμε στην πράξη τη σωστή κατανομή του, πρέπει να συγκεντρώσουμε όλα τα πλεονάσματα των σιτηρών, απολύτως όλα, χωρίς εξαίρεση, και να τα προσθέσουμε στα αποθέματα του κράτους, πρέπει να καθαρίσουμε όλη τη χώρα από τα κρυμμένα ή ασυγκέντρωτα πλεονάσματα σιτηρών, πρέπει με σταθερό εργατικό χέρι να πετύχουμε μια υπερένταση των δυνάμεων για να αυξηθεί η παραγωγή καυσίμων και να γίνει μεγαλύτερη οικονομία σ' αυτά, να υπάρχει η μεγαλύτερη τάξη στη μεταφορά και την κατανάλωσή τους.
Χρειάζεται η μαζική «σταυροφορία» των πρωτοπόρων εργατών σε κάθε σημείο παραγωγής σιτηρών και καυσίμων, σε κάθε βασικό σημείο μεταφοράς και διανομής τους, για να ανεβάσουμε τους ρυθμούς της δουλειάς, για να δεκαπλασιάσουμε τους ρυθμούς της, για να βοηθήσουμε τα τοπικά όργανα της σοβιετικής εξουσίας στο έργο της καταγραφής και του ελέγχου, για να τσακίσουμε με τα όπλα την κερδοσκοπία, τη δωροδοκία, την τσαπατσουλιά. Το καθήκον αυτό δεν είναι νέο. Για να κυριολεκτήσουμε, η Ιστορία δε βάζει νέα καθήκοντα, η Ιστορία απλώς μεγαλώνει την έκταση και το πλάτος των παλιών καθηκόντων, στο βαθμό που μεγαλώνει το πλάτος της επανάστασης, που μεγαλώνουν οι δυσκολίες της, που αυξάνει το μεγαλείο του κοσμοϊστορικού της καθήκοντος.
Ενα από τα μεγαλύτερα, τα ακατάλυτα έργα της Οχτωβριανής - της σοβιετικής - επανάστασης είναι ότι ο πρωτοπόρος εργάτης σαν καθοδηγητής της φτωχολογιάς, σαν ηγέτης της εργαζόμενης μάζας του χωριού, σαν οικοδόμος του κράτους της εργασίας «πήγε στο λαό». Χιλιάδες και χιλιάδες από τους καλύτερους εργάτες έδωσε η Πετρούπολη, έδωσαν τα προλεταριακά κέντρα στο χωριό. Τα τμήματα των αγωνιστών ενάντια στον Καλέντιν και στον Ντούτοφ, τα τμήματα επισιτισμού δεν είναι κάτι το καινούριο. Το ζήτημα είναι μόνο ότι, επειδή πλησιάζει η καταστροφή και η κατάσταση είναι δύσκολη, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε δέκα φορές περισσότερα απ' ό,τι προηγούμενα.
Ο εργάτης με το να γίνει ο πρωτοπόρος ηγέτης της φτωχολογιάς δεν έγινε και άγιος. Οδηγούσε βέβαια το λαό μπροστά, μολυνόταν, όμως, και αυτός από τις αρρώστιες της μικροαστικής αποσύνθεσης. Οσο λιγότερα ήταν τα τμήματα των καλύτερα οργανωμένων, των περισσότερο συνειδητών, των περισσότερο πειθαρχημένων και σταθερών εργατών, τόσο πιο συχνά εκφυλίζονταν αυτά τα τμήματα, τόσο πιο συχνά ήταν οι περιπτώσεις που το μικροϊδιοκτητικό στοιχείο του παρελθόντος νικούσε την προλεταριακή κομμουνιστική συνειδητότητα του μέλλοντος.
Η εργατική τάξη, αρχίζοντας την κομμουνιστική επανάσταση, δεν μπόρεσε να πετάξει μονομιάς από πάνω της τις αδυναμίες και τα ελαττώματα που κληρονόμησε από την κοινωνία των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών, από την κοινωνία των εκμεταλλευτών και των χαραμοφάηδων, από την κοινωνία της βρωμερής ιδιοτέλειας και του ατομικού πλουτισμού των λίγων, ενώ οι πολλοί ζουν μέσα στη φτώχεια. Η εργατική τάξη, όμως, μπορεί να νικήσει - και σε τελευταία ανάλυση θα νικήσει ασφαλώς, αναπότρεπτα, τον παλιό κόσμο, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του, αν κινητοποιηθούν ενάντια στον εχθρό όλο και νέα τμήματα εργατών, όλο και πιο πολυάριθμα, όλο και πιο πλουτισμένα με πείρα, όλο και πιο ατσαλωμένα μέσα στις δυσκολίες του αγώνα.
Ετσι, ακριβώς έτσι έχει τώρα το ζήτημα στη Ρωσία. Μεμονωμένα και σκόρπια δε θα νικήσουμε την πείνα και την ανεργία. Χρειάζεται μια μαζική «σταυροφορία» των πρωτοπόρων εργατών σε όλες τις γωνιές της απέραντης χώρας. Χρειάζονται δέκα φορές περισσότερα σιδερένια τμήματα του συνειδητού και απεριόριστα αφοσιωμένου στον κομμουνισμό προλεταριάτου. Τότε θα νικήσουμε την πείνα και την ανεργία. Τότε θα ανεβάσουμε την επανάσταση ως τα πραγματικά πρόθυρα του σοσιαλισμού. Τότε θα γίνουμε ικανοί να διεξάγουμε και ένα νικηφόρο αμυντικό πόλεμο ενάντια στους ιμπεριαλιστές ληστές.
22/V. 1918. Ν. Λένιν
«Πράβντα», αρ. φύλ. 101, 24 του Μάη 1918
(Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της Εφημερίδας «Πράβντα»)
πηγή ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου