Ξεπέρασε κάθε όριο πρόκλησης προς εργαζόμενους και άνεργους ο πρωθυπουργός, μιλώντας χτες στη Βουλή
Με
ωμούς εκβιασμούς και αντιδραστική προπαγάνδα, η κυβέρνηση επιτίθεται
στις συνειδήσεις εργαζομένων και ανέργων, προσπαθώντας να νομιμοποιήσει
τη νέα επίθεση στους μισθούς και τις Συμβάσεις, με προαποφασισμένα
μέτρα, για να κερδίσει το κεφάλαιο ακόμα φθηνότερη εργατική δύναμη και
να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά του. Μιλώντας χτες στη Βουλή, ο Λ. Παπαδήμος
επανέλαβε με τον πιο προκλητικό τρόπο το ιδεολόγημα κυβέρνησης,
τρόικας, εργοδοσίας και εργατοπατέρων ότι το νέο πετσόκομμα στους
μισθούς και η επί της ουσίας κατάργηση της ΣΣΕ γίνονται στο όνομα του να
μη γίνουν απολύσεις και να βρουν δουλειά οι σημερινοί άνεργοι.Συγκαλύπτοντας
συνειδητά ότι το σύστημα που υπηρετεί η κυβέρνηση ευθύνεται για την
ανεργία και την έκρηξή της σε συνθήκες κρίσης, ο πρωθυπουργός
ισχυρίστηκε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ότι «υπάρχουν πολλοί κλάδοι, που οι επιχειρήσεις κλείνουν, στους οποίους το μισθολογικό κόστος δεν είναι κρίσιμος παράγοντας», όμως «δεν μπορούμε να μην εξετάσουμε το μισθολογικό κόστος» μιας και «είναι
προτιμότερο να υπάρχουν ανοιχτές επιχειρήσεις με λίγο χαμηλότερες
αποδοχές αντί κλειστές επιχειρήσεις και περισσότεροι άνεργοι».
Συμπληρωματικά στα παραπάνω, είπε ξεδιάντροπα ότι «οι άνεργοι δεν έχουν ούτε κατώτατο μισθό ούτε 13ο και 14ο μισθό», σε μια καταφανέστατη προσπάθεια να τους φέρει σε αντιπαράθεση με τους εργαζόμενους. Στο ίδιο πνεύμα, ανέφερε ότι το θέμα της ανταγωνιστικότητας «επηρεάζει την απασχόληση», αφού «οι επιχειρήσεις θα κλείνουν και η ανεργία θα αυξάνεται», γι' αυτό «απαιτείται βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και μείωση του σχετικού κόστους».
Η κυβερνητική προπαγάνδα δείχνει ότι το μαύρο μέτωπο είναι αδίστακτο στον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να επιβάλει τα φιλομονοπωλιακά μέτρα, που στρέφονται εξίσου ενάντια σε εργαζόμενους και άνεργους. Υπενθυμίζεται ότι και οι εργοδότες μίλησαν για μειώσεις μισθών σαν ανάχωμα στις απολύσεις, ενώ μνημειώδης παραμένει η δήλωση του προέδρου της ΓΣΕΕ το Σεπτέμβρη του 2010 ότι συζητάει το ενδεχόμενο μείωσης των μισθών, καθώς «μπορούμε να δούμε πώς θα σώσουμε την επιχείρηση και τις θέσεις εργασίας εάν προκύψει θέμα κλεισίματος».
Αν νοιάζονταν για τους άνεργους, δε θα απλοποιούσαν με νόμους τις διαδικασίες απόλυσης, δε θα μείωναν τις αποζημιώσεις για τους εργοδότες, δε θα πετσόκοβαν τα ΒΑΕ, ενθαρρύνοντας τις επιχειρήσεις της βαριάς κυρίως βιομηχανίας να αντικαθιστούν «παλιότερους» εργαζόμενους με νέους φθηνότερους και χωρίς δικαιώματα. Αν είχαν το παραμικρό ενδιαφέρον για την ανεργία, που το σύστημά τους παράγει και θεριεύει, τα κόμματα της συγκυβέρνησης θα είχαν ψηφίσει στη Βουλή την πρόταση νόμου που τρεις φορές έχει καταθέσει το ΚΚΕ (εκκρεμεί η συζήτηση της τρίτης) για άμεσα μέτρα ουσιαστικής προστασίας των ανέργων.
Ακόμα πιο πέρα, ο Λ. Παπαδήμος προσπαθεί να κρύψει ότι η ανεργία είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό και ότι στη φάση της καπιταλιστικής κρίσης μεγαλώνει, εξαιτίας της αναπόφευκτης καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων. Από αυτή τη σκοπιά, εργαζόμενοι και άνεργοι δεν έχουν άλλη διέξοδο από το να αντιπαλέψουν σε κοινό μέτωπο την επίθεση στους μισθούς και τα δικαιώματα, να διεκδικήσουν να πληρώσει το κράτος και το κεφάλαιο για την ουσιαστική προστασία όσων χάνουν τη δουλειά τους, συγκεντρώνοντας δυνάμεις για την κατά μέτωπο αντεπίθεση στο κεφάλαιο και την εξουσία του, η ανατροπή της οποίας είναι όρος για μισθούς και δικαιώματα στο ύψος των πραγματικών αναγκών, για εξάλειψη της ανεργίας.
Οπως σημείωσε σε άλλο σημείο, «οι τελικές θέσεις θα ληφθούν με γνώμονα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας», των μεγάλων δηλαδή επιχειρήσεων, προκειμένου να σταθούν στον ανταγωνισμό εν μέσω κρίσης και να εκκινήσουν από καλύτερες θέσεις στη φάση της αναιμικής ανάκαμψης. Αποκάλυψε ακόμα ότι η κυβέρνηση έχει ήδη έτοιμο το νομοθετικό πλαίσιο της παρέμβασής της, βάσει του οποίου - όπως προτείνει και μερίδα των εργοδοτών - ο 13ος και 14ος μισθός θα εξαφανιστεί άμεσα για εκείνους τους εργαζόμενους που η κυβέρνηση δεν κατατάσσει στους «χαμηλόμισθους». Οπως είπε ο Λ. Παπαδήμος, «θα δούμε πού υπάρχουν περιθώρια για προσαρμογές (...) για τους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους τα περιθώρια είναι πολύ περιορισμένα».
Επανερχόμενος στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, ανέφερε ότι «κεντρικό οικονομικό πρόβλημα είναι η χαμηλή θέση που κατέχουμε στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων», αφού «η σωρευτική απώλεια ανταγωνιστικότητας έναντι των εταίρων μας έφτασε το 23%», υποστηρίζοντας ότι αυτό «αποτυπώνεται στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και στο εμπορικό έλλειμμα». Κουβέντα, βέβαια, δεν είπε ο πρωθυπουργός για τις συνέπειες που είχε στην επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου η ένταξη και ενσωμάτωση της χώρας στην ΕΕ, που χαντάκωσε την αγροτική παραγωγή και κατέστρεψε στην κυριολεξία τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, σε κλάδους όπως η ναυπήγηση και επισκευή πλοίων.
Την ίδια περίπου περίοδο (τελευταία 15ετία) η περιουσία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 800 δισ. ευρώ, ενώ 600 δισ. ευρώ κλεμμένος ιδρώτας του λαού βρίσκεται αποθηκευμένος στα θησαυροφυλάκια των ελβετικών τραπεζών. Ολα τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν τα αντίθετα από αυτά που λέει η κυβέρνηση, αφού αποδεικνύεται ότι η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατακόρυφα, όπως και τα κέρδη των επιχειρήσεων, σε αντίθεση με τους μισθούς, που μένουν στην κυριολεξία καθηλωμένοι σε επίπεδα προηγούμενων δεκαετιών.
Κάνοντας ένα βήμα πιο πέρα, ο πρωθυπουργός προανήγγειλε και άλλα φιλομονοπωλιακά πακέτα μέτρων, αναφέροντας ότι εκτός από το λεγόμενο «μισθολογικό κόστος», θα «εξετάσουμε μέτρα και πολιτικές που θα αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητα που έχει απολεστεί», όπως «το μη μισθολογικό κόστος παραγωγής», με κύριο τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, που θα βουλιάξει τα Ταμεία, και «τα εμπόδια που βάζει η γραφειοκρατία στην επιχειρηματικότητα». Ο πρωθυπουργός ισχυρίστηκε ακόμα ότι «η οικονομία μπορεί να ανακάμψει μόνο με την βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων» και περιορισμό των εισαγωγών.
Προσπάθησε, τέλος, να καλλιεργήσει αυταπάτες ότι από την καπιταλιστική ανάπτυξη, όταν αυτή έρθει, θα ωφεληθούν και οι εργάτες, κοροϊδεύοντάς τους ότι «βραχυπρόθεσμα οι συνέπειες στο εισόδημα είναι αναπόφευκτες», όμως «όταν ολοκληρωθεί η προσπάθεια αυτή θα δημιουργηθούν καινούριες βάσεις ώστε να επιτύχουμε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης». Συνέδεσε μάλιστα τις αλλαγές σε μισθούς και εργασιακά με την αποτελεσματικότερη διαπραγμάτευση των νέων δανείων, επιβεβαιώνοντας ότι οι προαποφασισμένες αντιδραστικές αλλαγές είναι προαπαιτούμενα για τα επόμενα πακέτα από την τρόικα.
πηγή ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Συμπληρωματικά στα παραπάνω, είπε ξεδιάντροπα ότι «οι άνεργοι δεν έχουν ούτε κατώτατο μισθό ούτε 13ο και 14ο μισθό», σε μια καταφανέστατη προσπάθεια να τους φέρει σε αντιπαράθεση με τους εργαζόμενους. Στο ίδιο πνεύμα, ανέφερε ότι το θέμα της ανταγωνιστικότητας «επηρεάζει την απασχόληση», αφού «οι επιχειρήσεις θα κλείνουν και η ανεργία θα αυξάνεται», γι' αυτό «απαιτείται βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και μείωση του σχετικού κόστους».
Η κυβερνητική προπαγάνδα δείχνει ότι το μαύρο μέτωπο είναι αδίστακτο στον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να επιβάλει τα φιλομονοπωλιακά μέτρα, που στρέφονται εξίσου ενάντια σε εργαζόμενους και άνεργους. Υπενθυμίζεται ότι και οι εργοδότες μίλησαν για μειώσεις μισθών σαν ανάχωμα στις απολύσεις, ενώ μνημειώδης παραμένει η δήλωση του προέδρου της ΓΣΕΕ το Σεπτέμβρη του 2010 ότι συζητάει το ενδεχόμενο μείωσης των μισθών, καθώς «μπορούμε να δούμε πώς θα σώσουμε την επιχείρηση και τις θέσεις εργασίας εάν προκύψει θέμα κλεισίματος».
Κατασκευασμένα ψέματα
Επί
της ουσίας, κυβέρνηση, εργοδότες και εργατοπατέρες, σε κοινό μέτωπο,
καλούν τους εργαζόμενους να αποδεχτούν μισθούς πείνας και συνθήκες
δουλειάς που παραπέμπουν σε κανονικό Μεσαίωνα, με τη φρούδα ελπίδα ότι
έτσι θα γλιτώσουν τη δουλειά τους και το πρόσχημα ότι θα καταπολεμηθεί η
ανεργία. Πρόκειται για προκλητική υποκρισία και κατασκευασμένο ψέμα.
Κανένα ενδιαφέρον δεν έχουν για τους άνεργους, τους οποίους η κυβέρνηση
και η πλουτοκρατία τους έχουν καταδικάσει να ζουν με επιδόματα πείνας
των 454 ευρώ και αυτά για μια μικρή πλειοψηφία που τα δικαιούται, βάσει
της απαράδεκτης αστικής νομοθεσίας.Αν νοιάζονταν για τους άνεργους, δε θα απλοποιούσαν με νόμους τις διαδικασίες απόλυσης, δε θα μείωναν τις αποζημιώσεις για τους εργοδότες, δε θα πετσόκοβαν τα ΒΑΕ, ενθαρρύνοντας τις επιχειρήσεις της βαριάς κυρίως βιομηχανίας να αντικαθιστούν «παλιότερους» εργαζόμενους με νέους φθηνότερους και χωρίς δικαιώματα. Αν είχαν το παραμικρό ενδιαφέρον για την ανεργία, που το σύστημά τους παράγει και θεριεύει, τα κόμματα της συγκυβέρνησης θα είχαν ψηφίσει στη Βουλή την πρόταση νόμου που τρεις φορές έχει καταθέσει το ΚΚΕ (εκκρεμεί η συζήτηση της τρίτης) για άμεσα μέτρα ουσιαστικής προστασίας των ανέργων.
Ακόμα πιο πέρα, ο Λ. Παπαδήμος προσπαθεί να κρύψει ότι η ανεργία είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό και ότι στη φάση της καπιταλιστικής κρίσης μεγαλώνει, εξαιτίας της αναπόφευκτης καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων. Από αυτή τη σκοπιά, εργαζόμενοι και άνεργοι δεν έχουν άλλη διέξοδο από το να αντιπαλέψουν σε κοινό μέτωπο την επίθεση στους μισθούς και τα δικαιώματα, να διεκδικήσουν να πληρώσει το κράτος και το κεφάλαιο για την ουσιαστική προστασία όσων χάνουν τη δουλειά τους, συγκεντρώνοντας δυνάμεις για την κατά μέτωπο αντεπίθεση στο κεφάλαιο και την εξουσία του, η ανατροπή της οποίας είναι όρος για μισθούς και δικαιώματα στο ύψος των πραγματικών αναγκών, για εξάλειψη της ανεργίας.
Προαποφασισμένα τα μέτρα
Στο
διά ταύτα, ο Λ. Παπαδήμος ξεδίπλωσε στο σύνολό της τη μεθόδευση με την
οποία προωθούνται τα προαποφασισμένα μέτρα, δείχνοντας έμμεσα και τους
ρόλους που έχουν μοιραστεί κυβέρνηση, τρόικα, εργοδότες και
εργατοπατέρες. Οπως είπε, η κυβέρνηση έχει συγκεκριμένο σχεδιασμό για το
θέμα, η εφαρμογή του οποίου θα προωθηθεί μετά τη λήξη του διαλόγου των
λεγόμενων «κοινωνικών εταίρων», «τις αποφάσεις των οποίων αναμένουμε». Δείχνοντας την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης στους συνεταίρους της ενάντια στο λαό, πρόσθεσε ότι «πρέπει
να δοθεί χρόνος στους κοινωνικούς εταίρους. Οσο βρίσκεται σε εξέλιξη ο
διάλογος, η κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να πάρει θέση», ενώ προκλητικά και υποκριτικά σημείωσε ότι «δεν υπάρχουν προειλημμένες αποφάσεις».Οπως σημείωσε σε άλλο σημείο, «οι τελικές θέσεις θα ληφθούν με γνώμονα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας», των μεγάλων δηλαδή επιχειρήσεων, προκειμένου να σταθούν στον ανταγωνισμό εν μέσω κρίσης και να εκκινήσουν από καλύτερες θέσεις στη φάση της αναιμικής ανάκαμψης. Αποκάλυψε ακόμα ότι η κυβέρνηση έχει ήδη έτοιμο το νομοθετικό πλαίσιο της παρέμβασής της, βάσει του οποίου - όπως προτείνει και μερίδα των εργοδοτών - ο 13ος και 14ος μισθός θα εξαφανιστεί άμεσα για εκείνους τους εργαζόμενους που η κυβέρνηση δεν κατατάσσει στους «χαμηλόμισθους». Οπως είπε ο Λ. Παπαδήμος, «θα δούμε πού υπάρχουν περιθώρια για προσαρμογές (...) για τους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους τα περιθώρια είναι πολύ περιορισμένα».
Επανερχόμενος στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, ανέφερε ότι «κεντρικό οικονομικό πρόβλημα είναι η χαμηλή θέση που κατέχουμε στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων», αφού «η σωρευτική απώλεια ανταγωνιστικότητας έναντι των εταίρων μας έφτασε το 23%», υποστηρίζοντας ότι αυτό «αποτυπώνεται στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και στο εμπορικό έλλειμμα». Κουβέντα, βέβαια, δεν είπε ο πρωθυπουργός για τις συνέπειες που είχε στην επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου η ένταξη και ενσωμάτωση της χώρας στην ΕΕ, που χαντάκωσε την αγροτική παραγωγή και κατέστρεψε στην κυριολεξία τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, σε κλάδους όπως η ναυπήγηση και επισκευή πλοίων.
Αυταπάτες και απειλές στο λαό
Προκλητική ήταν και η δήλωσή του ότι την τελευταία 10ετία «το κόστος εργασίας, μέρος του οποίου είναι οι μισθοί, σημείωσε διπλάσια αύξηση σε σχέση με τις χώρες της Ευρωζώνης» και ότι «η αύξηση των μισθών είναι σημαντικά υψηλότερη από την αύξηση της παραγωγικότητας», προσθέτοντας ότι «αυτά δεν μπορούν να αγνοηθούν».
Αυτό, όμως, που δεν μπορούν να αγνοήσουν οι εργαζόμενοι είναι ότι με
τις συμφωνίες εργοδοτών - εργατοπατέρων, που χαιρέτιζαν κάθε φορά το
ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και ο ΛΑ.Ο.Σ., οι μισθοί παραμένουν σήμερα αποπληθωρισμένοι
στα επίπεδα του 1984.Την ίδια περίπου περίοδο (τελευταία 15ετία) η περιουσία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 800 δισ. ευρώ, ενώ 600 δισ. ευρώ κλεμμένος ιδρώτας του λαού βρίσκεται αποθηκευμένος στα θησαυροφυλάκια των ελβετικών τραπεζών. Ολα τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν τα αντίθετα από αυτά που λέει η κυβέρνηση, αφού αποδεικνύεται ότι η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατακόρυφα, όπως και τα κέρδη των επιχειρήσεων, σε αντίθεση με τους μισθούς, που μένουν στην κυριολεξία καθηλωμένοι σε επίπεδα προηγούμενων δεκαετιών.
Κάνοντας ένα βήμα πιο πέρα, ο πρωθυπουργός προανήγγειλε και άλλα φιλομονοπωλιακά πακέτα μέτρων, αναφέροντας ότι εκτός από το λεγόμενο «μισθολογικό κόστος», θα «εξετάσουμε μέτρα και πολιτικές που θα αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητα που έχει απολεστεί», όπως «το μη μισθολογικό κόστος παραγωγής», με κύριο τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, που θα βουλιάξει τα Ταμεία, και «τα εμπόδια που βάζει η γραφειοκρατία στην επιχειρηματικότητα». Ο πρωθυπουργός ισχυρίστηκε ακόμα ότι «η οικονομία μπορεί να ανακάμψει μόνο με την βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων» και περιορισμό των εισαγωγών.
Προσπάθησε, τέλος, να καλλιεργήσει αυταπάτες ότι από την καπιταλιστική ανάπτυξη, όταν αυτή έρθει, θα ωφεληθούν και οι εργάτες, κοροϊδεύοντάς τους ότι «βραχυπρόθεσμα οι συνέπειες στο εισόδημα είναι αναπόφευκτες», όμως «όταν ολοκληρωθεί η προσπάθεια αυτή θα δημιουργηθούν καινούριες βάσεις ώστε να επιτύχουμε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης». Συνέδεσε μάλιστα τις αλλαγές σε μισθούς και εργασιακά με την αποτελεσματικότερη διαπραγμάτευση των νέων δανείων, επιβεβαιώνοντας ότι οι προαποφασισμένες αντιδραστικές αλλαγές είναι προαπαιτούμενα για τα επόμενα πακέτα από την τρόικα.
πηγή ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου